Το πρώτο βιβλίο που εκδώσαμε ως Διεθνές Βήμα πριν ακριβώς 24 χρόνια είχε τον τίτλο Γιουγκοσλαβία, οι ρίζες της σύρραξης. Βγήκε μέσα από τη συνεργασία και την κοινή δράση μιας ομάδας ανθρώπων ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, την ιμπεριαλιστική επέμβαση και ενάντια στον αναπτυσσόμενο τότε εθνικισμό που εκφράστηκε με τα μεγάλα συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και άλλες πόλεις.
Από τότε έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα. Δεν έχουν αλλάξει όμως οι στόχοι της άρχουσας τάξης των εργοδοτών της Ελλάδας, τους οποίους υπηρετεί σήμερα η κυβέρνηση Σύριζα/Ανέλ.
Από τότε έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα. Δεν έχουν αλλάξει όμως οι στόχοι της άρχουσας τάξης των εργοδοτών της Ελλάδας, τους οποίους υπηρετεί σήμερα η κυβέρνηση Σύριζα/Ανέλ.
Όταν λοιπόν κυκλοφόρησε το βιβλιαράκι μας, βρίσκονταν σε πλήρη εφαρμογή μέτρα της Αθήνας που ισοδυναμούσαν με κήρυξη πολέμου κατά του νεοσύστατου κράτους της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Αθήνα είχε κλείσει τα σύνορα, είχε επιβάλει ένα οικονομικό εμπάργκο που γονάτιζε την οικονομία και έπληττε κυρίως τους εργαζόμενους της χώρας αυτής. Τη στιγμή που διαδηλωτές στα συλλαλητήρια φώναζαν «Στα όπλα στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια», την περίοδο εκείνη, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την απόσυρση του γιουγκοσλαβικού στρατού από τη χώρα αυτή, δεν είχε ούτε καν ακόμη οργανώσει το δικό της στρατό. Όμως, η Αθήνα, η πιο ισχυρή στρατιωτικά χώρα των Βαλκανίων, φλέρταρε τότε με την ιδέα να αποδεχτεί την πρόταση του σύμμαχού της Μιλόσεβιτς να μοιραστούν το Βελιγράδι και η Αθήνα τη Δημοκρατία αυτή μεταξύ τους.
Η «μέθοδος της πυγμής» όμως απέτυχε καθώς οι Έλληνες καπιταλιστές κινδύνευαν να χάσουν την αγορά αυτή στους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, ιδιαίτερα την Ολλανδία και τη Γερμανία. Το εμπάργκο έπληξε επίσης τις μικρές επιχειρήσεις στις όμορες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, όπως την Φλώρινα. Ακολούθησε έτσι η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 και η αναγνώριση της χώρας με το όνομα ΦΥΡΟΜ. Τα σύνορα άνοιξαν, το εμπάργκο έληξε και κυριολεκτικά όρμησε στη χώρα αυτή το ελληνικό κεφάλαιο.
Η Δημοκρατία της Μακεδονίας σε μεγάλο βαθμό απέφυγε τον βάρβαρο πόλεμο με τον οποίο επιβλήθηκαν οι καπιταλιστικές ιδιοκτησιακές σχέσεις στις υπόλοιπες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας. Και στα Σκόπια, όμως, πτέρυγες της γραφειοκρατικής κάστας, τα συμφέροντα της οποίας αντιπροσώπευε το Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας, χρησιμοποίησαν τη θέση τους στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό για να λεηλατήσουν και να σφετεριστούν τις κρατικές οικονομικές μονάδες της χώρας. Μέσα από μια τέτοια βίαιη αρπαγή και τον παραγκωνισμό των εργαζομένων, τα μικροαστικά αυτά στρώματα μετασχηματίστηκαν σε μια νέα άρχουσα τάξη καπιταλιστών. Αυτό έγινε σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και μέσα από την υλοποίηση ενός αντεργατικού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Τη διαδικασία αυτή ηγήθηκε αρχικά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που σε μεγάλο βαθμό ήταν μια μετάλλαξη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε όλη τη δεκαετία του 1990, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, η απομόνωση της χώρας που επέβαλε η Αθήνα με το εμπάργκο και το κλείσιμο των συνόρων και η μαζική πώληση των κρατικών επιχειρήσεων, οδήγησε σε μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση.
Το ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετάβαση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στον καπιταλισμό και τη διαμόρφωση μιας νέας καπιταλιστικής τάξης. Χαρακτηριστικές είναι οι οδηγίες της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στα Σκόπια προς τους Έλληνες επενδυτές: εκτός από τις συμβουλές να αποφεύγουν τη συζήτηση περί ονόματος της χώρας, τους εξηγεί ότι οι ανερχόμενοι καπιταλιστές των Σκοπίων τους βλέπουν «με ανάμικτα αισθήματα φθόνου, δυσπιστίας αλλά και θαυμασμού» διότι ο «νότιος γείτονάς τους υπήρξε ‘ιστορικά και πολιτικά καλότυχος’ και κατόρθωσε να προοδεύσει υπό συνθήκες ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης». Οι Έλληνες καπιταλιστές κρατούν όμως το κλειδί της πολυπόθητης εισόδου της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ασκώντας με επιτυχία βέτο μέχρις ότου αλλάξει το σύνταγμα και το όνομά της.
Η κυβέρνηση των Σκοπίων για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις έκανε μια καμπάνια με το σλόγκαν: «Προσφέρουμε ευρωπαϊκή ποιότητα σε τιμές Κίνας» αναφερόμενη προφανώς στην προσφορά για υπερεκμετάλλευση την εργασία των Σλαβομακεδόνων. Οι Έλληνες επιχειρηματίες κατέχουν κυρίαρχη θέση στα Σκόπια και όσο αφορά τις επενδύσεις εκεί και τις εξαγωγές της χώρας αυτής. Το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο έχει εξαγοράσει τη μεγαλύτερη τράπεζα των Σκοπίων. Σε ελληνικά χέρια βρίσκονται τα διυλιστήρια πετρελαίου, κλωστοϋφαντουργεία, καπνεργοστάσια, το τσιμέντο και άλλες βασικές βιομηχανικές επιχειρήσεις καθώς και τηλεπικοινωνίες, αλυσίδες σουπερμάρκετ, και μεγάλες εκθεσιακές εγκαταστάσεις. Η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη αγορά για τα στρατηγικά της προϊόντα: το σίδηρο, το ατσάλι, και τα υφάσματα. Χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής αυτής εκμετάλλευσης είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές εταιρείες στα Σκόπια εισάγουν πρώτες ύλες από την Ελλάδα και επανεξάγουν τα προϊόντα που παράγουν με την υπερεκμετάλλευση των Σλαβομακεδόνων εργαζόμενων πίσω στην Ελλάδα για να μας τα πουλήσουν εδώ σε τιμές που εξασφαλίζουν ένα υπερκέρδος.
Και η μέθοδος της «σκληρής πυγμής» και η επενδυτική επίθεση είχε και έχει ως στόχο την καθιέρωση της Αθήνας ως κυρίαρχη περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη στα Βαλκάνια και πιο πέρα. Αυτό ακριβώς το στόχο εξυπηρετεί η εθνικιστική εκστρατεία γύρω από το όνομα της γειτονικής χώρας. Δεν έχει να κάνει με ιστορικά σύμβολα. Στην εθνικιστική επίθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης στηρίχτηκε το VMRO-DPMNE ( Εσωτερική Επαναστατική Μακεδονική Οργάνωση-Δημοκρατικό Κόμμα Μακεδονικής Εθνικής Ενότητας) για να εντείνει τη δική του αστική εθνικιστική καμπάνια και να αναρριχηθεί στην εξουσία ελέγχοντας έτσι την κυβέρνηση από το 1998-2002 και από το 2006 μέχρι το 2014.
Στο στόχαστρο του αστικού εθνικισμού του VMRO-DPMNE ήταν οι εθνικά καταπιεζόμενοι Αλβανοί που αποτελούν 25-30% του πληθυσμού. Αν και το VMRO-DPMNE αναγκάστηκε να κυβερνήσει μαζί με ένα αλβανικό κόμμα, οι διακρίσεις κατά των Αλβανών συνεχίζονται έως σήμερα. Τον αστικό εθνικό σοβινισμό της σλαβομακεδονικής άρχουσας τάξης που εκφράζει το VMRO-DPMNE, συνοδεύει μια καμπάνια αναβάθμισης της θέσης της Ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας των Σκοπίων. Στο πλαίσιο αυτό πέρασε ένα νόμο το 2013, που περιορίζει το δικαίωμα των γυναικών στην έκτρωση. Εκατοντάδες γυναίκες συμμετείχαν σε πορεία και μια συγκέντρωση που οργάνωσε η Ένωση Οργανώσεων Γυναικών Μακεδονίας.
Η εθνικιστική καμπάνια του VMRO-DPMNE στρέφεται όμως και κατά ίδιων των Σλαβομακεδόνων εργαζόμενων. Περιλάμβανε ένα τεράστιο πρόγραμμα ανοικοδόμησης των Σκοπίων με το οποίο, μεταξύ άλλων, η πόλη γέμισε με αγάλματα, όπως του Μέγα Αλέξανδρου και του Φίλιππα, καθώς και διάφορα κτίρια με μπαρόκ στυλ. Το πρότζεκτ αυτό κόστισε πάνω από 670 εκατομμύρια ευρώ σε μια χώρα όπου όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού βυθίζονται στη φτώχεια. Γι αυτό και τα μνημεία και τα κτίρια αυτά «βομβαρδίστηκαν» με πολύχρωμες μπογιές κατά τη διάρκεια των μαζικών κινητοποιήσεων κατά της διαφθοράς της κυβέρνησης και για δημοκρατικά δικαιώματα την άνοιξη του 2015 και του 2016. Στις καθημερινές αυτές διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις στα Σκόπια, στα Μπίτολα, στο Τέτοβο, στο Κουμάνοβο και άλλες πόλεις συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, Σλαβομακεδόνες και Αλβανοί, ενώ αγρότες ακολουθώντας το παράδειγμα των συναδέλφων τους στην Ελλάδα, στήσανε μπλόκα με τα τρακτέρ τους σε κεντρικούς δρόμους. Οι διαδηλώσεις αυτές ονομάζονται «πολύχρωμη επανάσταση» η οποία τελικά οδήγησε στην πτώση της αστικής κυβέρνησης του VMRO-DPMNE.
Η κυβέρνηση αυτή, με τη στήριξη των αλβανικών κομμάτων και των Σοσιαλδημοκρατών, επέβαλε τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας για την υλοποίηση των κριτηρίων που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για να γίνει η χώρα μέλος της. Μέτρα που εμείς οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα γνωρίζουμε πολύ καλά, τα οποία μας τα επέβαλαν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ για να εντάξουν την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Δημοκρατία της Μακεδονίας όμως τα αντεργατικά αυτά μέτρα ήταν κομμάτι της επιβολής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και της ανατροπής των κοινωνικών δικαιωμάτων που οι εργαζόμενοι είχαν κατακτήσει μέσα από την γιουγκοσλαβική σοσιαλιστική επανάσταση.
Το παράδειγμα της κλωστοϋφαντουργίας και του ιματισμού στη βιομηχανική περιοχή της Σιπτ είναι χαρακτηριστικό δείγμα για το τι αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι γενικότερα στη γειτονική μας χώρα. Όπως όλοι οι εργαζόμενοι στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας, οι εργάτες και οι εργάτριες στα κλωστοϋφαντουργεία (πάνω από 90% γυναίκες) είχαν τα εξής δικαιώματα: δωρεάν υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη, το δικαίωμα στην έκτρωση, εστιατόριο με ένα δωρεάν γεύμα και παιδικούς σταθμούς στο χώρο δουλειάς, πληρωμένη άδεια μητρότητας μέχρι ένα χρόνο και λιγότερες ώρες δουλειάς για την φροντίδα των μικρών παιδιών και δωρεάν εκπαίδευσή τους μέχρι και το πανεπιστήμιο. Επίσης, τα εργοστάσια παρείχαν δωρεάν στέγη σε εργατικές εστίες και εγκαταστάσεις για διακοπές στη λίμνη Οχρίδα ή στο βουνό Πλακχόβιτσα με ένα συμβολικό ποσό. Υπήρχε και κλινική μέσα στα εργοστάσια με γυναικολόγο, παιδίατρο και οδοντίατρο. Το οκτάωρο και η πενθήμερη εργασία ήταν νόμος.
Όλες αυτές οι κατακτήσεις άρχισαν να κατεδαφίζονται από τις αρχές του 1990. Με την κατάρρευση της οικονομίας, πολλά εργοστάσια έκλεισαν αφήνοντας στον δρόμο πάνω από 200.000 χιλιάδες εργαζόμενους. Στη συνέχεια, με την εκστρατεία ιδιωτικοποιήσεων, ακριβά μηχανήματα αποσυναρμολογήθηκαν, λεηλατήθηκαν, ή πουλήθηκαν ως παλιοσίδερα. Μετά, άρχισαν να ιδρύονται στις ίδιες τις εγκαταστάσεις των παλιών εργοστασίων, από τους παλιούς μάνατζέρ τους και πρώην στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, νέες ιδιωτικές εταιρείες. Και τέλος τα σάρωσαν όλα οι ξένοι καπιταλιστές επενδυτές, κυρίως Γερμανοί, Έλληνες και Ολλανδοί. Επέβαλαν κυριολεκτικά βάρβαρες εργασιακές συνθήκες με μισθούς πείνας.
Οι 40.000 εργάτες και εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία, στον ιματισμό και στο δέρμα παίρνουν ως βασικό μηνιαίο μισθό 102 ευρώ, πιο κάτω δηλαδή και από τα 131 ευρώ που είναι ο εθνικός βασικός μισθός που θεσπίστηκε το 2012. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να δουλεύουν υπερωρίες, όπως επίσης πολλές φορές και το σαββατοκύριακο δίχως να πληρώνονται αναλόγως. Με την εντατικοποίηση της δουλειάς και σε ανθυγιεινές συνθήκες, έχουν αυξηθεί οι τραυματισμοί και οι σκοτωμοί στους χώρους εργασίας. Σε ένα εργοστάσιο μια εργάτρια, η Μαριάνα Στόιτζεβσκα, πέθανε πάνω στη μηχανή μετά από 13 ώρες συνεχής εργασίας. Ο Έλληνας ιδιοκτήτης δεν άφησε ούτε καν τον γιατρό να μπει στο εργοστάσιο για τη βεβαίωση του θανάτου της. Σε ένα άλλο εργοστάσιο, το αφεντικό έδειρε βάναυσα έξι γαζώτριες επειδή αυτές ζήτησαν τα μεροκάματα που τους χρωστούσε. Δούλευαν συνεχώς δεκάωρο για 4-5 ευρώ την ημέρα.
Οι εργοδότες, με την στήριξη των κυβερνήσεων είτε του Σοσιαλδημοκρατικού είτε του VMRO-DPMNE και των αλβανικών κομμάτων, μπορούν και επιβάλουν τέτοιες βάρβαρες συνθήκες μεταξύ άλλων και λόγω της μεγάλης ανεργίας που από το 1994 μέχρι σήμερα είναι πάνω από 30%, αλλά ανάμεσα στους νέους στην ηλικία είναι πάνω από 50%. Μεταξύ των Αλβανών εργαζόμενων η ανεργία είναι γύρω στα 60%. Με τις περικοπές των κοινωνικών παροχών, όλο και ευρύτερα στρώματα φτωχοποιούνται. Στα τελευταία 15 χρόνια 600.000 άνθρωποι, πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού των δύο εκατομμυρίων έχουν εγκαταλείψει τη χώρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.
Οι εργαζόμενοι έχουν προσπαθήσει να βρουν τρόπο να αντισταθούν. Χρειάζονται όμως ακόμη χρόνο για να καταφέρουν να οργανωθούν στοιχειωδώς. Τα περισσότερα συνδικάτα είναι ενσωματωμένα στον κρατικό μηχανισμό και δεν υπάρχει κανένα εργατικό κόμμα. Το 2009 η κυβέρνηση αναθεώρησε την εργατική νομοθεσία περιορίζοντας ακόμα περισσότερο το δικαίωμα οργάνωσης σωματείων, την ικανότητα των σωματείων να ασκήσουν το δικαίωμα στην απεργία και τη διαπραγμάτευση συλλογικών συμβάσεων. Στις 17 Γενάρη 2018, χιλιάδες εργαζόμενοι συμμετείχαν σε πορεία που κάλεσε η Ομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων Μακεδονίας για αυξήσεις των μισθών και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Αυτό έγινε τη στιγμή που η κυβέρνηση των Σκοπίων διαπραγματευόταν με την Αθήνα για την ονομασία της χώρας.
Εκτός από την απειλή της μη ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αθήνα κρατά επίσης το κλειδί της εισόδου της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη στην ΕΕ πρόκειται να συζητηθεί τέλη του Μάη στη Σόφια στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Και τέλη του Ιούνη στη Σύνοδο Κορυφής θα συζητηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στήριξης της Αθήνας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Γενς Στόλτενμπεργκ, γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ απευθυνόμενος στον Ζόραν Ζάεφ, πρωθυπουργό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας: «Αυτό που κάνει πιο δύσκολη την ένταξή σας, είναι να στηρίζεστε στην ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να ενταχθείτε χωρίς να έχετε επιλύσει το ζήτημα του ονόματος. Έχει ειπωθεί ξανά και ξανά […] και ελπίζω ότι θα μπορέσετε να το λύσετε».
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Societas Civilis στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, 61% υποστηρίζουν την επίλυση της διένεξης μεταξύ των δύο χωρών γύρω από την ονομασία της χώρας, 33% είναι κατηγορηματικά εναντίον σε κάθε συμβιβασμό με την Αθήνα όσο αφορά την ονομασία και 4% είναι ανοιχτοί σε «κάποιο βαθμό» αλλαγής. Μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις στα Σκόπια, όπως και της Αθήνας, προσπαθούσαν να φιμώσουν οποιαδήποτε άλλη φωνή, ιδιαίτερα εκείνων που προωθούν μια πολιτική ενότητας και αλληλεγγύης, που αμφισβητούσε το διαχωρισμό σε «πραγματικούς πατριώτες» και σε «προδότες». Σήμερα, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1990, υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια για έναν πολιτισμένο διάλογο μεταξύ των εργαζομένων πάνω στο «μακεδονικό ζήτημα» και στις δύο χώρες.
Οι πιέσεις στα Σκόπια γύρω από την ονομασία γίνεται τη στιγμή που τα Βαλκάνια μετατρέπονται για άλλη μια φορά σε χώρο διενέξεων μεταξύ των διάφορων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για κυριαρχία στην περιοχή. Πίσω από το διπλωματικό πεδίο βρίσκεται η προώθηση μεγάλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Σε αυτές τις διενέξεις συμμετέχει και η ελληνική άρχουσα τάξη στην προσπάθειά της να βγει από την κρίση προωθώντας τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Αυτό προσπαθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, μέσα από τη συγκρότηση του άξονα Ελλάδας- Κύπρου-Ισραήλ και τη συνεργασία με το καθεστώς Σίσι στην Αιγύπτο, και μέσα από την άρση του εμπόλεμου και τη στενότερη συνεργασία με τα Τίρανα, την σταθεροποίηση της στρατιωτικής συνεργασίας με τη Σόφια και την περικύκλωση της Τουρκίας. Η νέα εκστρατεία της αστικής τάξης της Ελλάδας για τη διευθέτηση του «μακεδονικού» γίνεται σήμερα με φόντο έναν εξελισσόμενο πόλεμο αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, πετρελαίου ή υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια όπου ήδη έχει ξεκινήσει η συνεργασία Αθήνας-Σόφιας για την πλωτή σύνδεση της Θεσσαλονίκη με την Κεντρική Ευρώπη με τον «αγωγό» που θα ενώσει τον Αξιό με τον Δούναβη.
Ο «αλυτρωτισμός» που υποτίθεται ότι περιέχει το σύνταγμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων είναι το σημείο που ενώνει όλα τα πολιτικά κόμματα της Βουλής, από τους φασίστες της Χρυσής Αυγής μέχρι το ΚΚΕ. Αλλά το ίδιο ισχύει και για μεγάλο μέρος της εκτός Βουλής Αριστεράς. Τι ακριβώς λέει το σύνταγμα αυτής της φτωχής χώρας που τη μετατρέπει από θύμα σε εγκληματία και σε επιθετική χώρα τη στιγμή που δέχεται πυρά από όλες τις κατευθύνσεις; Πρόκειται ιδίως για τα άρθρα 4 και 7 που περιγράφουν ως μακεδονική την ιθαγένεια και τη γλώσσα των Σλαβομακεδόνων. Επίσης το άρθρο 49 του συντάγματος θεωρείται «μια κατ’ εξοχήν επίδειξη αλυτρωτισμού» και το οποίο λέει το εξής:
«Η Δημοκρατία ενδιαφέρεται για το καθεστώς και τα δικαιώματα εκείνων των προσώπων που ανήκουν στον Μακεδονικό Λαό σε γειτονικές χώρες καθώς και για τους εκπατρισμένους Μακεδόνες, βοηθά την πολιτισμική ανάπτυξη και προωθεί τους δεσμούς μεταξύ τους».
Μετά από πιέσεις από την Αθήνα, τα Σκόπια αναθεώρησαν το σημείο αυτό και πρόσθεσαν στο άρθρο αυτό, ότι:
«στην άσκηση αυτής της μέριμνας η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές υποθέσεις τους».
Παρόλα αυτά, η Αθήνα πιέζει τώρα για νέα αναθεώρηση όπου στο σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν θα αναφέρεται πουθενά σε μακεδονικό λαό ή έθνος. Ο ελληνικός αστικός σοβινισμός είναι από τους πιο χυδαίους διεθνώς, διότι ούτε καν αναγνωρίζει την ύπαρξη άλλων εθνοτήτων, όπως τους Τούρκους της Θράκης ή τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως εθνικά Μακεδόνες στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. Επί πολλές δεκαετίες συντελείται εις βάρος αυτού του λαού ένα μεγάλο έγκλημα από το ελληνικό αστικό κράτος. Αρχικά προσπάθησε να τους αφομοιώσει και να τους εξελληνίσει. Αφού αυτό απέτυχε, ακολούθησε μια πολιτική στυγνής καταστολής απαγορεύοντας σε αυτή την εθνική μειονότητα να μιλάει τη γλώσσα της, να ασκεί τον πολιτισμό της, και οι τόποι και οι οικογένειές τους ξαναβαφτίστηκαν. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, χιλιάδες Σλαβομακεδόνες αντάρτες κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Σε αυτούς τους πολιτικούς πρόσφυγες και τις οικογένειές τους το ελληνικό κράτος όχι μόνο απαγόρευσε την επιστροφή τους στην Ελλάδα όπως έπραξε με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, αλλά τους αφαίρεσε την ιθαγένεια και δήμευσε τα σπίτια και τα όλα τα υπάρχοντά τους. Αυτή την πολιτική που μετατρέπει τους εθνικά Μακεδόνες σε έναν αόρατο λαό θέλει να συνεχίσει η κυβέρνηση Σύριζα/Ανέλ.
Σήμερα οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, στην περιοχή των Βαλκανίων, και ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες μιας όλο και βαθύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Οι καπιταλιστές και οι εκάστοτε κυβερνήσεις τους έχουν εντείνει τις επιθέσεις τους στις συνθήκες ζωής και εργασίας μας. Και έχουν γίνει πιο έντονες οι διενέξεις και οι οικονομικοί πόλεμοι μεταξύ τους καθώς η καθεμιά τάξη των εργοδοτών προσπαθεί να κατακτήσει ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς.
Στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και των Μνημονίων, οι συνθήκες εργασίας και ζωής μας πλησιάζουν όλο και περισσότερο αυτές των συναδέλφων μας στα Σκόπια. Μας είναι πιο εύκολο να δούμε ότι έχουμε ως εργαζόμενοι ασυμβίβαστα συμφέροντα με την τάξη των εργοδοτών. Αλλά όσο αφορά την εξωτερική πολιτική τους είμαστε εγκλωβισμένοι στη λογική ότι υπάρχουν κοινά «εθνικά συμφέροντα» και στην υπεράσπισή τους πολιτικά θα πρέπει να ενωθούμε με τα αφεντικά μας. Όμως αντιμετωπίζουμε κοινά προβλήματα και έχουμε κοινά συμφέροντα με τους συναδέλφους μας στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και σε όλο τον κόσμο.
Στα Βαλκάνια οι εργαζόμενοι μπορούμε να αναπτύξουμε κοινές δράσεις ενάντια στις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για να κλείσουν οι βάσεις του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Μπορούμε να αναπτύξουμε κοινούς αγώνες ενάντια στις ανένδοτες επιθέσεις της τάξης των εργοδοτών στις συνθήκες ζωής και εργασίας μας. Μπορούμε να αναπτύξουμε μια δική μας εξωτερική πολιτική που να προωθεί την αλληλεγγύη, την ειρήνη κι όχι τις διενέξεις και τον πόλεμο. Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο στη βάση αναγνώρισης και στήριξης των δικαιωμάτων των καταπιεζόμενων εθνικών μειονοτήτων της Βαλκανικής μεταξύ των οποίων είναι και η σλαβομακεδονική μειονότητα.
Μπάμπης Μισαηλίδης
Η «μέθοδος της πυγμής» όμως απέτυχε καθώς οι Έλληνες καπιταλιστές κινδύνευαν να χάσουν την αγορά αυτή στους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη, ιδιαίτερα την Ολλανδία και τη Γερμανία. Το εμπάργκο έπληξε επίσης τις μικρές επιχειρήσεις στις όμορες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, όπως την Φλώρινα. Ακολούθησε έτσι η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 και η αναγνώριση της χώρας με το όνομα ΦΥΡΟΜ. Τα σύνορα άνοιξαν, το εμπάργκο έληξε και κυριολεκτικά όρμησε στη χώρα αυτή το ελληνικό κεφάλαιο.
Η Δημοκρατία της Μακεδονίας σε μεγάλο βαθμό απέφυγε τον βάρβαρο πόλεμο με τον οποίο επιβλήθηκαν οι καπιταλιστικές ιδιοκτησιακές σχέσεις στις υπόλοιπες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας. Και στα Σκόπια, όμως, πτέρυγες της γραφειοκρατικής κάστας, τα συμφέροντα της οποίας αντιπροσώπευε το Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας, χρησιμοποίησαν τη θέση τους στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό για να λεηλατήσουν και να σφετεριστούν τις κρατικές οικονομικές μονάδες της χώρας. Μέσα από μια τέτοια βίαιη αρπαγή και τον παραγκωνισμό των εργαζομένων, τα μικροαστικά αυτά στρώματα μετασχηματίστηκαν σε μια νέα άρχουσα τάξη καπιταλιστών. Αυτό έγινε σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και μέσα από την υλοποίηση ενός αντεργατικού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Τη διαδικασία αυτή ηγήθηκε αρχικά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που σε μεγάλο βαθμό ήταν μια μετάλλαξη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε όλη τη δεκαετία του 1990, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, η απομόνωση της χώρας που επέβαλε η Αθήνα με το εμπάργκο και το κλείσιμο των συνόρων και η μαζική πώληση των κρατικών επιχειρήσεων, οδήγησε σε μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση.
Το ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετάβαση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στον καπιταλισμό και τη διαμόρφωση μιας νέας καπιταλιστικής τάξης. Χαρακτηριστικές είναι οι οδηγίες της ελληνικής διπλωματικής αποστολής στα Σκόπια προς τους Έλληνες επενδυτές: εκτός από τις συμβουλές να αποφεύγουν τη συζήτηση περί ονόματος της χώρας, τους εξηγεί ότι οι ανερχόμενοι καπιταλιστές των Σκοπίων τους βλέπουν «με ανάμικτα αισθήματα φθόνου, δυσπιστίας αλλά και θαυμασμού» διότι ο «νότιος γείτονάς τους υπήρξε ‘ιστορικά και πολιτικά καλότυχος’ και κατόρθωσε να προοδεύσει υπό συνθήκες ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης». Οι Έλληνες καπιταλιστές κρατούν όμως το κλειδί της πολυπόθητης εισόδου της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ασκώντας με επιτυχία βέτο μέχρις ότου αλλάξει το σύνταγμα και το όνομά της.
Η κυβέρνηση των Σκοπίων για να προσελκύσει ξένες επενδύσεις έκανε μια καμπάνια με το σλόγκαν: «Προσφέρουμε ευρωπαϊκή ποιότητα σε τιμές Κίνας» αναφερόμενη προφανώς στην προσφορά για υπερεκμετάλλευση την εργασία των Σλαβομακεδόνων. Οι Έλληνες επιχειρηματίες κατέχουν κυρίαρχη θέση στα Σκόπια και όσο αφορά τις επενδύσεις εκεί και τις εξαγωγές της χώρας αυτής. Το ελληνικό τραπεζικό κεφάλαιο έχει εξαγοράσει τη μεγαλύτερη τράπεζα των Σκοπίων. Σε ελληνικά χέρια βρίσκονται τα διυλιστήρια πετρελαίου, κλωστοϋφαντουργεία, καπνεργοστάσια, το τσιμέντο και άλλες βασικές βιομηχανικές επιχειρήσεις καθώς και τηλεπικοινωνίες, αλυσίδες σουπερμάρκετ, και μεγάλες εκθεσιακές εγκαταστάσεις. Η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη αγορά για τα στρατηγικά της προϊόντα: το σίδηρο, το ατσάλι, και τα υφάσματα. Χαρακτηριστικό της ιμπεριαλιστικής αυτής εκμετάλλευσης είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές εταιρείες στα Σκόπια εισάγουν πρώτες ύλες από την Ελλάδα και επανεξάγουν τα προϊόντα που παράγουν με την υπερεκμετάλλευση των Σλαβομακεδόνων εργαζόμενων πίσω στην Ελλάδα για να μας τα πουλήσουν εδώ σε τιμές που εξασφαλίζουν ένα υπερκέρδος.
Και η μέθοδος της «σκληρής πυγμής» και η επενδυτική επίθεση είχε και έχει ως στόχο την καθιέρωση της Αθήνας ως κυρίαρχη περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη στα Βαλκάνια και πιο πέρα. Αυτό ακριβώς το στόχο εξυπηρετεί η εθνικιστική εκστρατεία γύρω από το όνομα της γειτονικής χώρας. Δεν έχει να κάνει με ιστορικά σύμβολα. Στην εθνικιστική επίθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης στηρίχτηκε το VMRO-DPMNE ( Εσωτερική Επαναστατική Μακεδονική Οργάνωση-Δημοκρατικό Κόμμα Μακεδονικής Εθνικής Ενότητας) για να εντείνει τη δική του αστική εθνικιστική καμπάνια και να αναρριχηθεί στην εξουσία ελέγχοντας έτσι την κυβέρνηση από το 1998-2002 και από το 2006 μέχρι το 2014.
Στο στόχαστρο του αστικού εθνικισμού του VMRO-DPMNE ήταν οι εθνικά καταπιεζόμενοι Αλβανοί που αποτελούν 25-30% του πληθυσμού. Αν και το VMRO-DPMNE αναγκάστηκε να κυβερνήσει μαζί με ένα αλβανικό κόμμα, οι διακρίσεις κατά των Αλβανών συνεχίζονται έως σήμερα. Τον αστικό εθνικό σοβινισμό της σλαβομακεδονικής άρχουσας τάξης που εκφράζει το VMRO-DPMNE, συνοδεύει μια καμπάνια αναβάθμισης της θέσης της Ορθόδοξης Χριστιανικής εκκλησίας των Σκοπίων. Στο πλαίσιο αυτό πέρασε ένα νόμο το 2013, που περιορίζει το δικαίωμα των γυναικών στην έκτρωση. Εκατοντάδες γυναίκες συμμετείχαν σε πορεία και μια συγκέντρωση που οργάνωσε η Ένωση Οργανώσεων Γυναικών Μακεδονίας.
Η εθνικιστική καμπάνια του VMRO-DPMNE στρέφεται όμως και κατά ίδιων των Σλαβομακεδόνων εργαζόμενων. Περιλάμβανε ένα τεράστιο πρόγραμμα ανοικοδόμησης των Σκοπίων με το οποίο, μεταξύ άλλων, η πόλη γέμισε με αγάλματα, όπως του Μέγα Αλέξανδρου και του Φίλιππα, καθώς και διάφορα κτίρια με μπαρόκ στυλ. Το πρότζεκτ αυτό κόστισε πάνω από 670 εκατομμύρια ευρώ σε μια χώρα όπου όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού βυθίζονται στη φτώχεια. Γι αυτό και τα μνημεία και τα κτίρια αυτά «βομβαρδίστηκαν» με πολύχρωμες μπογιές κατά τη διάρκεια των μαζικών κινητοποιήσεων κατά της διαφθοράς της κυβέρνησης και για δημοκρατικά δικαιώματα την άνοιξη του 2015 και του 2016. Στις καθημερινές αυτές διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις στα Σκόπια, στα Μπίτολα, στο Τέτοβο, στο Κουμάνοβο και άλλες πόλεις συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, Σλαβομακεδόνες και Αλβανοί, ενώ αγρότες ακολουθώντας το παράδειγμα των συναδέλφων τους στην Ελλάδα, στήσανε μπλόκα με τα τρακτέρ τους σε κεντρικούς δρόμους. Οι διαδηλώσεις αυτές ονομάζονται «πολύχρωμη επανάσταση» η οποία τελικά οδήγησε στην πτώση της αστικής κυβέρνησης του VMRO-DPMNE.
Η κυβέρνηση αυτή, με τη στήριξη των αλβανικών κομμάτων και των Σοσιαλδημοκρατών, επέβαλε τα πιο σκληρά μέτρα λιτότητας για την υλοποίηση των κριτηρίων που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για να γίνει η χώρα μέλος της. Μέτρα που εμείς οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα γνωρίζουμε πολύ καλά, τα οποία μας τα επέβαλαν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ για να εντάξουν την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Δημοκρατία της Μακεδονίας όμως τα αντεργατικά αυτά μέτρα ήταν κομμάτι της επιβολής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και της ανατροπής των κοινωνικών δικαιωμάτων που οι εργαζόμενοι είχαν κατακτήσει μέσα από την γιουγκοσλαβική σοσιαλιστική επανάσταση.
Το παράδειγμα της κλωστοϋφαντουργίας και του ιματισμού στη βιομηχανική περιοχή της Σιπτ είναι χαρακτηριστικό δείγμα για το τι αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι γενικότερα στη γειτονική μας χώρα. Όπως όλοι οι εργαζόμενοι στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας, οι εργάτες και οι εργάτριες στα κλωστοϋφαντουργεία (πάνω από 90% γυναίκες) είχαν τα εξής δικαιώματα: δωρεάν υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη, το δικαίωμα στην έκτρωση, εστιατόριο με ένα δωρεάν γεύμα και παιδικούς σταθμούς στο χώρο δουλειάς, πληρωμένη άδεια μητρότητας μέχρι ένα χρόνο και λιγότερες ώρες δουλειάς για την φροντίδα των μικρών παιδιών και δωρεάν εκπαίδευσή τους μέχρι και το πανεπιστήμιο. Επίσης, τα εργοστάσια παρείχαν δωρεάν στέγη σε εργατικές εστίες και εγκαταστάσεις για διακοπές στη λίμνη Οχρίδα ή στο βουνό Πλακχόβιτσα με ένα συμβολικό ποσό. Υπήρχε και κλινική μέσα στα εργοστάσια με γυναικολόγο, παιδίατρο και οδοντίατρο. Το οκτάωρο και η πενθήμερη εργασία ήταν νόμος.
Όλες αυτές οι κατακτήσεις άρχισαν να κατεδαφίζονται από τις αρχές του 1990. Με την κατάρρευση της οικονομίας, πολλά εργοστάσια έκλεισαν αφήνοντας στον δρόμο πάνω από 200.000 χιλιάδες εργαζόμενους. Στη συνέχεια, με την εκστρατεία ιδιωτικοποιήσεων, ακριβά μηχανήματα αποσυναρμολογήθηκαν, λεηλατήθηκαν, ή πουλήθηκαν ως παλιοσίδερα. Μετά, άρχισαν να ιδρύονται στις ίδιες τις εγκαταστάσεις των παλιών εργοστασίων, από τους παλιούς μάνατζέρ τους και πρώην στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, νέες ιδιωτικές εταιρείες. Και τέλος τα σάρωσαν όλα οι ξένοι καπιταλιστές επενδυτές, κυρίως Γερμανοί, Έλληνες και Ολλανδοί. Επέβαλαν κυριολεκτικά βάρβαρες εργασιακές συνθήκες με μισθούς πείνας.
Οι 40.000 εργάτες και εργάτριες στην κλωστοϋφαντουργία, στον ιματισμό και στο δέρμα παίρνουν ως βασικό μηνιαίο μισθό 102 ευρώ, πιο κάτω δηλαδή και από τα 131 ευρώ που είναι ο εθνικός βασικός μισθός που θεσπίστηκε το 2012. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να δουλεύουν υπερωρίες, όπως επίσης πολλές φορές και το σαββατοκύριακο δίχως να πληρώνονται αναλόγως. Με την εντατικοποίηση της δουλειάς και σε ανθυγιεινές συνθήκες, έχουν αυξηθεί οι τραυματισμοί και οι σκοτωμοί στους χώρους εργασίας. Σε ένα εργοστάσιο μια εργάτρια, η Μαριάνα Στόιτζεβσκα, πέθανε πάνω στη μηχανή μετά από 13 ώρες συνεχής εργασίας. Ο Έλληνας ιδιοκτήτης δεν άφησε ούτε καν τον γιατρό να μπει στο εργοστάσιο για τη βεβαίωση του θανάτου της. Σε ένα άλλο εργοστάσιο, το αφεντικό έδειρε βάναυσα έξι γαζώτριες επειδή αυτές ζήτησαν τα μεροκάματα που τους χρωστούσε. Δούλευαν συνεχώς δεκάωρο για 4-5 ευρώ την ημέρα.
Οι εργοδότες, με την στήριξη των κυβερνήσεων είτε του Σοσιαλδημοκρατικού είτε του VMRO-DPMNE και των αλβανικών κομμάτων, μπορούν και επιβάλουν τέτοιες βάρβαρες συνθήκες μεταξύ άλλων και λόγω της μεγάλης ανεργίας που από το 1994 μέχρι σήμερα είναι πάνω από 30%, αλλά ανάμεσα στους νέους στην ηλικία είναι πάνω από 50%. Μεταξύ των Αλβανών εργαζόμενων η ανεργία είναι γύρω στα 60%. Με τις περικοπές των κοινωνικών παροχών, όλο και ευρύτερα στρώματα φτωχοποιούνται. Στα τελευταία 15 χρόνια 600.000 άνθρωποι, πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού των δύο εκατομμυρίων έχουν εγκαταλείψει τη χώρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής.
Οι εργαζόμενοι έχουν προσπαθήσει να βρουν τρόπο να αντισταθούν. Χρειάζονται όμως ακόμη χρόνο για να καταφέρουν να οργανωθούν στοιχειωδώς. Τα περισσότερα συνδικάτα είναι ενσωματωμένα στον κρατικό μηχανισμό και δεν υπάρχει κανένα εργατικό κόμμα. Το 2009 η κυβέρνηση αναθεώρησε την εργατική νομοθεσία περιορίζοντας ακόμα περισσότερο το δικαίωμα οργάνωσης σωματείων, την ικανότητα των σωματείων να ασκήσουν το δικαίωμα στην απεργία και τη διαπραγμάτευση συλλογικών συμβάσεων. Στις 17 Γενάρη 2018, χιλιάδες εργαζόμενοι συμμετείχαν σε πορεία που κάλεσε η Ομοσπονδία Ελεύθερων Συνδικάτων Μακεδονίας για αυξήσεις των μισθών και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Αυτό έγινε τη στιγμή που η κυβέρνηση των Σκοπίων διαπραγματευόταν με την Αθήνα για την ονομασία της χώρας.
Εκτός από την απειλή της μη ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αθήνα κρατά επίσης το κλειδί της εισόδου της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη στην ΕΕ πρόκειται να συζητηθεί τέλη του Μάη στη Σόφια στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Και τέλη του Ιούνη στη Σύνοδο Κορυφής θα συζητηθεί η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στήριξης της Αθήνας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Γενς Στόλτενμπεργκ, γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ απευθυνόμενος στον Ζόραν Ζάεφ, πρωθυπουργό της Δημοκρατίας της Μακεδονίας: «Αυτό που κάνει πιο δύσκολη την ένταξή σας, είναι να στηρίζεστε στην ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να ενταχθείτε χωρίς να έχετε επιλύσει το ζήτημα του ονόματος. Έχει ειπωθεί ξανά και ξανά […] και ελπίζω ότι θα μπορέσετε να το λύσετε».
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Societas Civilis στη Δημοκρατία της Μακεδονίας, 61% υποστηρίζουν την επίλυση της διένεξης μεταξύ των δύο χωρών γύρω από την ονομασία της χώρας, 33% είναι κατηγορηματικά εναντίον σε κάθε συμβιβασμό με την Αθήνα όσο αφορά την ονομασία και 4% είναι ανοιχτοί σε «κάποιο βαθμό» αλλαγής. Μέχρι τώρα οι κυβερνήσεις στα Σκόπια, όπως και της Αθήνας, προσπαθούσαν να φιμώσουν οποιαδήποτε άλλη φωνή, ιδιαίτερα εκείνων που προωθούν μια πολιτική ενότητας και αλληλεγγύης, που αμφισβητούσε το διαχωρισμό σε «πραγματικούς πατριώτες» και σε «προδότες». Σήμερα, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1990, υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια για έναν πολιτισμένο διάλογο μεταξύ των εργαζομένων πάνω στο «μακεδονικό ζήτημα» και στις δύο χώρες.
Οι πιέσεις στα Σκόπια γύρω από την ονομασία γίνεται τη στιγμή που τα Βαλκάνια μετατρέπονται για άλλη μια φορά σε χώρο διενέξεων μεταξύ των διάφορων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για κυριαρχία στην περιοχή. Πίσω από το διπλωματικό πεδίο βρίσκεται η προώθηση μεγάλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων. Σε αυτές τις διενέξεις συμμετέχει και η ελληνική άρχουσα τάξη στην προσπάθειά της να βγει από την κρίση προωθώντας τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Αυτό προσπαθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, μέσα από τη συγκρότηση του άξονα Ελλάδας- Κύπρου-Ισραήλ και τη συνεργασία με το καθεστώς Σίσι στην Αιγύπτο, και μέσα από την άρση του εμπόλεμου και τη στενότερη συνεργασία με τα Τίρανα, την σταθεροποίηση της στρατιωτικής συνεργασίας με τη Σόφια και την περικύκλωση της Τουρκίας. Η νέα εκστρατεία της αστικής τάξης της Ελλάδας για τη διευθέτηση του «μακεδονικού» γίνεται σήμερα με φόντο έναν εξελισσόμενο πόλεμο αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, πετρελαίου ή υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια όπου ήδη έχει ξεκινήσει η συνεργασία Αθήνας-Σόφιας για την πλωτή σύνδεση της Θεσσαλονίκη με την Κεντρική Ευρώπη με τον «αγωγό» που θα ενώσει τον Αξιό με τον Δούναβη.
Ο «αλυτρωτισμός» που υποτίθεται ότι περιέχει το σύνταγμα της Δημοκρατίας των Σκοπίων είναι το σημείο που ενώνει όλα τα πολιτικά κόμματα της Βουλής, από τους φασίστες της Χρυσής Αυγής μέχρι το ΚΚΕ. Αλλά το ίδιο ισχύει και για μεγάλο μέρος της εκτός Βουλής Αριστεράς. Τι ακριβώς λέει το σύνταγμα αυτής της φτωχής χώρας που τη μετατρέπει από θύμα σε εγκληματία και σε επιθετική χώρα τη στιγμή που δέχεται πυρά από όλες τις κατευθύνσεις; Πρόκειται ιδίως για τα άρθρα 4 και 7 που περιγράφουν ως μακεδονική την ιθαγένεια και τη γλώσσα των Σλαβομακεδόνων. Επίσης το άρθρο 49 του συντάγματος θεωρείται «μια κατ’ εξοχήν επίδειξη αλυτρωτισμού» και το οποίο λέει το εξής:
«Η Δημοκρατία ενδιαφέρεται για το καθεστώς και τα δικαιώματα εκείνων των προσώπων που ανήκουν στον Μακεδονικό Λαό σε γειτονικές χώρες καθώς και για τους εκπατρισμένους Μακεδόνες, βοηθά την πολιτισμική ανάπτυξη και προωθεί τους δεσμούς μεταξύ τους».
Μετά από πιέσεις από την Αθήνα, τα Σκόπια αναθεώρησαν το σημείο αυτό και πρόσθεσαν στο άρθρο αυτό, ότι:
«στην άσκηση αυτής της μέριμνας η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές υποθέσεις τους».
Παρόλα αυτά, η Αθήνα πιέζει τώρα για νέα αναθεώρηση όπου στο σύνταγμα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν θα αναφέρεται πουθενά σε μακεδονικό λαό ή έθνος. Ο ελληνικός αστικός σοβινισμός είναι από τους πιο χυδαίους διεθνώς, διότι ούτε καν αναγνωρίζει την ύπαρξη άλλων εθνοτήτων, όπως τους Τούρκους της Θράκης ή τους αυτοπροσδιοριζόμενους ως εθνικά Μακεδόνες στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. Επί πολλές δεκαετίες συντελείται εις βάρος αυτού του λαού ένα μεγάλο έγκλημα από το ελληνικό αστικό κράτος. Αρχικά προσπάθησε να τους αφομοιώσει και να τους εξελληνίσει. Αφού αυτό απέτυχε, ακολούθησε μια πολιτική στυγνής καταστολής απαγορεύοντας σε αυτή την εθνική μειονότητα να μιλάει τη γλώσσα της, να ασκεί τον πολιτισμό της, και οι τόποι και οι οικογένειές τους ξαναβαφτίστηκαν. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, χιλιάδες Σλαβομακεδόνες αντάρτες κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Σε αυτούς τους πολιτικούς πρόσφυγες και τις οικογένειές τους το ελληνικό κράτος όχι μόνο απαγόρευσε την επιστροφή τους στην Ελλάδα όπως έπραξε με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες, αλλά τους αφαίρεσε την ιθαγένεια και δήμευσε τα σπίτια και τα όλα τα υπάρχοντά τους. Αυτή την πολιτική που μετατρέπει τους εθνικά Μακεδόνες σε έναν αόρατο λαό θέλει να συνεχίσει η κυβέρνηση Σύριζα/Ανέλ.
Σήμερα οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, στην περιοχή των Βαλκανίων, και ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουμε τις συνέπειες μιας όλο και βαθύτερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Οι καπιταλιστές και οι εκάστοτε κυβερνήσεις τους έχουν εντείνει τις επιθέσεις τους στις συνθήκες ζωής και εργασίας μας. Και έχουν γίνει πιο έντονες οι διενέξεις και οι οικονομικοί πόλεμοι μεταξύ τους καθώς η καθεμιά τάξη των εργοδοτών προσπαθεί να κατακτήσει ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς.
Στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και των Μνημονίων, οι συνθήκες εργασίας και ζωής μας πλησιάζουν όλο και περισσότερο αυτές των συναδέλφων μας στα Σκόπια. Μας είναι πιο εύκολο να δούμε ότι έχουμε ως εργαζόμενοι ασυμβίβαστα συμφέροντα με την τάξη των εργοδοτών. Αλλά όσο αφορά την εξωτερική πολιτική τους είμαστε εγκλωβισμένοι στη λογική ότι υπάρχουν κοινά «εθνικά συμφέροντα» και στην υπεράσπισή τους πολιτικά θα πρέπει να ενωθούμε με τα αφεντικά μας. Όμως αντιμετωπίζουμε κοινά προβλήματα και έχουμε κοινά συμφέροντα με τους συναδέλφους μας στη Δημοκρατία της Μακεδονίας και σε όλο τον κόσμο.
Στα Βαλκάνια οι εργαζόμενοι μπορούμε να αναπτύξουμε κοινές δράσεις ενάντια στις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για να κλείσουν οι βάσεις του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Μπορούμε να αναπτύξουμε κοινούς αγώνες ενάντια στις ανένδοτες επιθέσεις της τάξης των εργοδοτών στις συνθήκες ζωής και εργασίας μας. Μπορούμε να αναπτύξουμε μια δική μας εξωτερική πολιτική που να προωθεί την αλληλεγγύη, την ειρήνη κι όχι τις διενέξεις και τον πόλεμο. Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο στη βάση αναγνώρισης και στήριξης των δικαιωμάτων των καταπιεζόμενων εθνικών μειονοτήτων της Βαλκανικής μεταξύ των οποίων είναι και η σλαβομακεδονική μειονότητα.
Μπάμπης Μισαηλίδης