Στο πρόσφατο συνέδριο της ΓΣΕΕ, που έγινε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Ρόδο, συμμετείχαν 370 αντιπρόσωποι, οι οποίοι υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν περίπου 370.000 εργαζόμενους των ΔΕΚΟ (δηλαδή, ΟΤΕ,ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΣΕ, ΕΛΠΕ κλπ) και του ιδιωτικού τομέα. Στην Ελλάδα οι μισθωτοί υπολογίζονται κάτι πάνω από 1.800.000 και οι άνεργοι επισήμως τα 1.200.000.
Μεγάλα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων στο συνέδριο της ΓΣΕΕ είχαμε μόνο σε λίγες ομοσπονδίες, όπως της ΟΤΟΕ στις τράπεζες με πάνω από 43.000, ή την Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων με 50.000 εργαζόμενους. Μεγάλοι κλάδοι έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει. Για παράδειγμα, η Ομοσπονδία Οικοδόμων είχε περίπου μόνο 18.000 ψηφίσαντες και η Ομοσπονδία Μετάλλου ( η οποία καλύπτει από τα ναυπηγεία και την Ιντρακόμ μέχρι την ΛΑΡΚΟ και την Αλουμίνιον Ελλάδας) είχε μόλις 17.000 ψηφίσαντες. Αλλά οι πραγματικοί αριθμοί των εργαζομένων που εκπροσωπούν τα συνδικάτα είναι έως και μικρότερος καθώς όπως γνωρίζουμε οι ηγεσίες τους «φουσκώνουν» με διάφορους τρόπους τα νούμερα.
Μεγάλα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων στο συνέδριο της ΓΣΕΕ είχαμε μόνο σε λίγες ομοσπονδίες, όπως της ΟΤΟΕ στις τράπεζες με πάνω από 43.000, ή την Ομοσπονδία Ιδιωτικών Υπαλλήλων με 50.000 εργαζόμενους. Μεγάλοι κλάδοι έχουν κυριολεκτικά καταρρεύσει. Για παράδειγμα, η Ομοσπονδία Οικοδόμων είχε περίπου μόνο 18.000 ψηφίσαντες και η Ομοσπονδία Μετάλλου ( η οποία καλύπτει από τα ναυπηγεία και την Ιντρακόμ μέχρι την ΛΑΡΚΟ και την Αλουμίνιον Ελλάδας) είχε μόλις 17.000 ψηφίσαντες. Αλλά οι πραγματικοί αριθμοί των εργαζομένων που εκπροσωπούν τα συνδικάτα είναι έως και μικρότερος καθώς όπως γνωρίζουμε οι ηγεσίες τους «φουσκώνουν» με διάφορους τρόπους τα νούμερα.
Μόνο γύρω στα 12% των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα είναι συνδικαλισμένοι. Πολλοί από αυτούς αποτελούν πια ένα μικρό «προνομιούχο» σχετικά στρώμα. Η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων, που είναι γυναίκες, μετανάστες, νέοι στην ηλικία, νοικιαζόμενοι, σε εργολαβικά συνεργεία, ανασφάλιστοι, με «μπλοκάκι», και κάθε λογίς εποχιακοί δεν είναι μέλη συνδικάτων. Με τη διάλυση του θεσμικού πλαισίου της συλλογικής διαπραγμάτευσης, μόνο το 7% σήμερα καλύπτεται από συλλογική σύμβαση.
Στο συνέδριο του Μάρτη η ΓΣΕΕ εκπροσωπούσε 102.300 λιγότερους εργαζόμενους σε σχέση με το 33ο συνέδριο του 2007, δηλαδή, λίγο πριν από την μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση. Πρόκειται για μια βαθιά κρίση που συνεχίζεται έως σήμερα με την περιστολή της παραγωγής και του εμπορίου, την μαζική ανεργία, και την αύξηση των επιθέσεων της τάξης των εργοδοτών εναντίον των συνθηκών εργασίας και ζωής των εργαζομένων.
Παρόμοια είναι η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ με το ποσοστό των εργαζομένων που είναι μέλη συνδικάτων να κυμαίνεται μεταξύ 7 και 15% των εργαζόμενων. Καμιά σοβαρή καμπάνια οργάνωσης και ενωτικής συσπείρωσης του μεγάλου όγκου των μη-συνδικαλισμένων εργαζόμενων δεν διεξάγεται σήμερα. Από ότι γνωρίζω, το πιο σημαντικό είναι το κίνημα στις ΗΠΑ που έχει πάρει μαζικές διαστάσεις και που έχει δυο αιτήματα: 15$ βασικό μισθό και συνδικάτο.
Η κατάσταση του εργατικού κινήματος, όπως την παρουσιάζει ο Φάρελ Ντομπς στο βιβλίο αυτό, ήταν χειρότερη από αυτήν που αντιμετωπίζουμε εμείς σήμερα. Διεθνώς η εργατική τάξη είχε υποστεί μια ιστορική ήττα στη Γερμανία με την άνοδο των Ναζιστών στην εξουσία το 1933 χωρίς ουσιαστικά να αντιμετωπίσουν μια ενωμένη και αποτελεσματική αντίσταση από τη μεριά τη δική μας. Στη Ρωσία, η νέα ηγεσία των Μπολσεβίκων απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την επαναστατική διεθνιστική πολιτική του Λένιν. Το χειρότερο, είχε εξαπολύσει ένα κύμα καταστολής που μέσα από τις λεγόμενες «δίκες της Μόσχας» είχε εξολοθρέψει σχεδόν ολόκληρη την ιστορική ηγεσία των Μπολσεβίκων και της επανάστασης του Οκτώβρη. Η νέα ηγεσία του ΚΚ Ρωσίας υπό τον Στάλιν και κατ’ επέκταση τα Κομμουνιστικά Κόμματα διεθνώς ακολουθούσαν σε αυτή τη φάση μια ακροαριστερή πολιτική που αποδυνάμωνε τους εργατικούς αγώνες και αποπροσανατόλιζε πολιτικά τους εργαζόμενους.
Όταν ξεκινάει το 1934 ο αγώνας των Τίμστερς, δηλαδή των οδηγών φορτηγών, η οικονομική κρίση ήταν πολύ βαθύτερη από αυτήν που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Από το μεγάλο χρηματιστηριακό κραχ το 1929 στην Γουόλ Στριτ έως και το 1933, η βιομηχανική παραγωγή είχε σημειώσει μια πτώση 49% και οι άνεργοι είχαν φτάσει πάνω από 20 εκατομμύρια. Πολλές επιχειρήσεις και τράπεζες κήρυτταν πτώχευση. Καθώς οι αποταμιεύσεις εξανεμίζονταν και εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια είχαν κατασχεθεί από τις τράπεζες, εκατομμύρια άστεγοι διαμόρφωναν παραγκουπόλεις. Η φτώχεια άγγιζε όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα, η πείνα και η δυστυχία έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα. Τον βαρύ χειμώνα του 1933, υπήρχαν 34 εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα, και χιλιάδες πέθαναν από την πείνα. Ο Ντομπς περιγράφει πως ο ίδιος και η οικογένειά του προσπαθούσαν όπως και όλοι οι εργαζόμενοι να επιβιώσουν εκείνο το χειμώνα.
Τα μέλη της Αμερικανικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, του AFL, συνέχισαν να μειώνονται. Από 4 εκατομμύρια έπεσαν το 1933 στα 2 εκατομμύρια. Πρόκειται για συντεχνίες εξειδικευμένων και προνομιούχων στρωμάτων εργαζόμενων. Οι αξιωματούχοι του AFL διαμόρφωναν μια γραφειοκρατία παρόμοια με αυτήν της ΓΣΕΕ, που απολάμβανε υψηλά εισοδήματα και πλουσιοπάροχα κονδύλια. Ο πρόεδρός της Ομοσπονδίας των Τίμστερς, ο Τόμπιν, ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα του επαγγελματικού συνδικαλισμού και της ταξικής συνεργασίας. Σε οποιαδήποτε πρόταση για την διεξαγωγή οργανωτικής εκστρατείας η απάντησή του ήταν: «οι εργαζόμενοι γνωρίζουν που βρίσκονται τα γραφεία μας ας έρθουν να γραφτούν μέλη».
Αν και το 1933 έγιναν σημαντικές αμυντικές απεργίες, ο απολογισμός ήταν ήττα και απογοήτευση. Το Παράρτημα 574 των Τίμστερς που ανήκε στην ΑFL είχε μόλις 75 μέλη. Ούτε μία απεργία των Τίμστερς δεν είχε κερδηθεί στην Μινεάπολη σε πάνω από 20 χρόνια. Αρκετοί τότε, όπως και σήμερα, λέγανε ότι τα συνδικάτα είναι ξεπερασμένοι θεσμοί και πρέπει να βρεθούν άλλες μορφές εργατικής οργάνωσης. Η τεράστια ανάπτυξη των συνδικάτων στα επόμενα χρόνια από την Γαλλία έως την Αμερική θα διαψεύσει αυτές τις αντιλήψεις. Από την άλλη, το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, εφαρμόζοντας την ακροαριστερή πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προχωρούσε στη δημιουργία «κόκκινων» και «επαναστατικών» συνδικάτων που ήταν ουσιαστικά μια μικρογραφία του κόμματος. Πέρα από το γεγονός ότι αποδυνάμωνε και διασπούσε τις γραμμές αντίστασης των εργαζόμενων, στην πραγματικότητα παρέδινε την ηγεσία των εργατών στους γραφειοκράτες της AFL και αυτο-απομονωνόταν από τις πλατιές μάζες της εργατικής τάξης. Για την ηγεσία του ΚΚ όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που δρούσαν στους κόλπους του εργατικού κινήματος (οι σοσιαλδημοκράτες, οι αναρχοσυνδικαλιστές της οργάνωσης Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου και οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές της Ένωσης Κομμουνιστών) ήταν «σοσιαλφασίστες».
Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, οι αγωνιστές της Κομμουνιστικής Ένωσης στη Μινεάπολη συνειδητά αποφάσισαν να επικεντρώσουν τις πολιτικές καμπάνιες της οργάνωσής τους στον κλάδο των οδικών μεταφορών. Και αυτό λόγω του καθοριστικού ρόλου που έπαιζε ο κλάδος αυτός στην αγροτική και βιομηχανική οικονομία της Μινεάπολης που περιγράφει στο βιβλίο ο Ντομπς. Ο αγώνας των Τίμστερς ξετυλίχθηκε στο πλαίσιο μιας αυξανόμενης μαχητικότητας και ριζοσπαστικοποίησης που προκάλεσε η βαθιά καπιταλιστική κρίση. Μια νέα γενιά εργατών έψαχνε για μια εναλλακτική διέξοδο. Οι αγωνιστές της Ένωσης Κομμουνιστών, έμπειροι μαχητές, κατάφεραν να ενσωματωθούν σε ένα στρώμα ευρύτερο πρωτοπόρων εργατών οι οποίοι αποκτούσαν μέσα στους αγώνες ταξική συνείδηση. Κανένα από τα μέλη της Ένωσης Κομμουνιστών δεν ξεκίνησε τη συμμετοχή του στον αγώνα των Τίμστερς κοιτάζοντας να γίνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου, αλλά είχαν πάντα τα μάτια τους στραμμένα στη βάση και τους χιλιάδες εργαζόμενους που δεν ήταν συνδικαλιστικά οργανωμένοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Φάρελ Ντομπς, εργάτης σε μια ανθρακαποθήκη, ο οποίος από ψηφοφόρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μέσα σε ένα χρόνο βρέθηκε στην καθοδήγηση ενός από τους μεγαλύτερους αγώνες στην ιστορία της αμερικανικής εργατικής τάξης και εντάχθηκε στην Ένωση Κομμουνιστών.
Η οργανωτική επιτροπή που σχηματίστηκε είχε καταρτίσει ένα λεπτομερές σχέδιο για την κάθε φάση του αγώνα. Στόχος ήταν η οργάνωση όλων των εργαζόμενων στον κλάδο σε βιομηχανική βάση, άσχετα ποια είναι η ειδικότητά τους, σε ποια εταιρεία δουλεύουν, ή ποια εμπορεύματα χειρίζονται, αν είναι μετανάστες, με χαρτιά ή όχι, και ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Στόχος ήταν η οργάνωσή τους σε ένα και μοναδικό ισχυρό συνδικάτο που θα είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει τα αφεντικά σε όλο τον κλάδο.
Οι επαναστάτες εργάτες δεν ξεκίνησαν με μια μετωπική επίθεση στη γραφειοκρατία του συνδικάτου. Κατάφεραν να την πλευροκοπήσουν διεξάγοντας μια ανεξάρτητη οργανωτική καμπάνια έχοντας εξασφαλίσει αρχικά τουλάχιστον την συγκατάθεσή της τοπικής οργάνωσης των Τϊμστερς. Η οργανωτική επιτροπή απλά αγνόησε τη διαταγή του Τόμπιν εκ μέρους της Ομοσπονδίας, να διαχωριστούν οι εργαζόμενοι σε ξεχωριστά σωματεία ανάλογα με την ειδικότητά τους.
Ο αγώνας των Τίμστερς το 1934 στη Μινεάπολη ήταν στην πραγματικότητα τρεις διαδοχικές απεργίες. Η απεργία στις ανθρακαποθήκες το Φλεβάρη, μια ευρύτερη απεργία τον Μάη και η συνέχιση της απεργίας τον Ιούλη και η νικηφόρα έκβασή της. Η απεργία του Φλεβάρη ήταν τόσο οργανωμένη ώστε μέσα σε 3 ώρες είχαν κλείσει 65 από τις 67 ανθρακαποθήκες. Η μαζική συμμετοχή στην περιφρούρηση της απεργίας, και η κινητή απεργιακή φρουρά με αυτοκίνητα και μηχανές που όργωνε τους δρόμους ψάχνοντας για απεργοσπάστες, ήταν βασικά χαρακτηριστικά των απεργιών. Στόχος από την αρχή ήταν να παραλύσει όλος ο κλάδος των μεταφορών και αυτό ακριβώς κατάφεραν με την πρωτοβουλία, την έμπνευση και την φαντασία των απλών εργατών. Μέχρι τη δεύτερη απεργία τον Μάη, από 75 τα μέλη του συνδικάτου έφτασαν τις 6.000 μέσα σε δυο μήνες. Εκλέχθηκε μια εκατονταμελή απεργιακή επιτροπή, η οποία ουσιαστικά ήταν η νέα ηγεσία του συνδικάτου που αναδείχθηκε από τη βάση στην πορεία του αγώνα.
Το συνδικάτο των Τίμστερς στη Μινεάπολη ήταν μια δημοκρατική συνδικαλιστική οργάνωση που ελέγχονταν από τη βάση μέσα από μαζικές συνελεύσεις. Τα αιτήματα προς τους εργοδότες αναδείχθηκαν από τους ίδιους τους εργάτες, η διαπραγματευτική επιτροπή αποτελούνταν από 2-3 εκπροσώπους που δεν είχαν καμία εξουσιοδότηση να υπογράψουν κάποια συμφωνία δίχως την έγκριση της γενικής συνέλευσης των εργατών. Η συλλογική σύμβαση ήταν διάρκειας ενός έτους και δεν ήταν ένα πολυσέλιδο νομικίστικο και πολύπλοκο έγγραφο αλλά μέσα σε 2-3 σελίδες κατέγραφε τη σχέση δυνάμεων στην συγκεκριμένη στιγμή της ταξικής πάλης και περιλάμβανε το τι είχαν με τον αγώνα τους κερδίσει οι εργαζόμενοι.
Οι επαναστάτες Τίμστερς οργάνωσαν ένα κεντρικό απεργιακό στρατηγείο μέσα σε ένα μεγάλο γκαράζ. Εκεί είχε οργανωθεί από εθελοντές και εθελόντριες μια κοινωνική κουζίνα και ένα ιατρείο που πρόσφεραν φαγητό και ιατρική περίθαλψη στους απεργούς. Δουλεύοντας σε δύο δωδεκάωρες βάρδιες πάνω από 100 εθελοντές και εθελόντριες σέρβιραν φαγητό σε 4-5000 εργαζόμενους σε καθημερινή βάση. Οργανώθηκε μια επικουρική οργάνωση γυναικών των απεργών που συμμετείχαν ενεργά σε όλες τις φάσεις του αγώνα. Οι Τίμστερς εκφράζανε με κάθε τρόπο την αλληλεγγύη τους προς τους ανέργους, προς σε άλλα αγωνιζόμενα συνδικάτα, προς τους αγρότες, και άλλους εργαζόμενους. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να υπερασπίσουν αποτελεσματικά και να οικοδομήσουν το συνδικάτο τους.
Ο Ντομπς περιγράφει πως οι εργαζόμενοι μέσα από τη συμμετοχή τους στην καθημερινή μάχη μάθαιναν ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί τους. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έμαθαν το ρόλο που παίζει η αστυνομία, η Εθνική Φρουρά και τα δικαστήρια στο πλευρό της τάξης των εργοδοτών, έμαθαν τον ρόλο διάφορων αστών πολιτικών, όπως του σοσιαλδημοκρατικού Αγροτικού-Εργατικού Κόμματος ηγέτης του οποίου ήταν ο Κυβερνήτης της Μινεάπολης. Από μια απεργία για την αναγνώριση του σωματείου η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε σε μια από τις σημαντικότερες μάχες με την εργοδοτική τάξη, τις αστυνομικές δυνάμεις και τις τοπικές αρχές. Οι τρεις διαδοχικές απεργίες των Τίμστερς κατέληξαν στην ήττα της Συμμαχίας των Πολιτών, της κυρίαρχης εργοδοτικής οργάνωσης η οποία είχε συντρίψει σχεδόν κάθε σημαντική απεργία στη Μινεάπολη από το 1916. Η νίκη αυτή επεκτάθηκε σε δέκα άλλες Πολιτείες της Αμερικής και μετασχημάτισε τους Τίμστερς σε ένα βιομηχανικό κλαδικό συνδικάτο με πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη.
Το βιβλίο, που είναι ο πρώτος τόμος από τους τέσσερεις, καταδεικνύει την επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης. Σε μια φάση της εξέγερσης των Τίμστερς, ο Ντομπς μας λέει ότι είχε εξελιχθεί σε μια κατάσταση σχεδόν δυαδικής εξουσίας. Οι εργαζόμενοι είχαν κατατροπώσει τις αστυνομικές δυνάμεις μετά από μια μετωπική σύγκρουση και έλεγχαν όλους τους δρόμους της Μινεάπολης. Η εργατική τάξη είχε τεθεί επικεφαλής όλων των ανθρώπων του μόχθου, σχηματίζοντας μια συμμαχία με τους αγρότες και τα μεσαία στρώματα της πόλης, σε μια μάχη κατά της τοπικής άρχουσας τάξης των εργοδοτών. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η Ένωση Κομμουνιστών που είχε γίνει κομμάτι μιας ευρύτερης πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.
Το βιβλίο αυτό θα φανεί χρήσιμο σε όσους από εμάς ψάχνουν να βρουν τρόπους για να αντισταθούν στις ανελέητες και διαρκείς επιθέσεις της τάξης των εργοδοτών, ψάχνουν να βρουν τρόπους για μια αποτελεσματική ανασυγκρότηση τους εργατικού κινήματος για να αντιμετωπίσουμε τη λαίλαπα των μνημονιακών αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων. Το βιβλίο αυτό μας προσφέρει και μια επαναστατική εργατική προοπτική διεξόδου από την οικονομική και κοινωνική κρίση του καπιταλισμού. Στον 21ο αιώνα, καθώς βλέπουμε ήδη τα πρώτα σημάδια μιας παγκόσμιας οικονομικής καταστροφής και μιας εκστρατείας προς αιματηρούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους, οι συγκεκριμένες εμπειρίες των ανδρών και γυναικών των Τίμστερς θα αποδειχθούν όλο και πιο επίκαιρες και πολύτιμες.
Μπάμπης Μισαηλίδης
Στο συνέδριο του Μάρτη η ΓΣΕΕ εκπροσωπούσε 102.300 λιγότερους εργαζόμενους σε σχέση με το 33ο συνέδριο του 2007, δηλαδή, λίγο πριν από την μεγάλη διεθνή οικονομική κρίση. Πρόκειται για μια βαθιά κρίση που συνεχίζεται έως σήμερα με την περιστολή της παραγωγής και του εμπορίου, την μαζική ανεργία, και την αύξηση των επιθέσεων της τάξης των εργοδοτών εναντίον των συνθηκών εργασίας και ζωής των εργαζομένων.
Παρόμοια είναι η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ με το ποσοστό των εργαζομένων που είναι μέλη συνδικάτων να κυμαίνεται μεταξύ 7 και 15% των εργαζόμενων. Καμιά σοβαρή καμπάνια οργάνωσης και ενωτικής συσπείρωσης του μεγάλου όγκου των μη-συνδικαλισμένων εργαζόμενων δεν διεξάγεται σήμερα. Από ότι γνωρίζω, το πιο σημαντικό είναι το κίνημα στις ΗΠΑ που έχει πάρει μαζικές διαστάσεις και που έχει δυο αιτήματα: 15$ βασικό μισθό και συνδικάτο.
Η κατάσταση του εργατικού κινήματος, όπως την παρουσιάζει ο Φάρελ Ντομπς στο βιβλίο αυτό, ήταν χειρότερη από αυτήν που αντιμετωπίζουμε εμείς σήμερα. Διεθνώς η εργατική τάξη είχε υποστεί μια ιστορική ήττα στη Γερμανία με την άνοδο των Ναζιστών στην εξουσία το 1933 χωρίς ουσιαστικά να αντιμετωπίσουν μια ενωμένη και αποτελεσματική αντίσταση από τη μεριά τη δική μας. Στη Ρωσία, η νέα ηγεσία των Μπολσεβίκων απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την επαναστατική διεθνιστική πολιτική του Λένιν. Το χειρότερο, είχε εξαπολύσει ένα κύμα καταστολής που μέσα από τις λεγόμενες «δίκες της Μόσχας» είχε εξολοθρέψει σχεδόν ολόκληρη την ιστορική ηγεσία των Μπολσεβίκων και της επανάστασης του Οκτώβρη. Η νέα ηγεσία του ΚΚ Ρωσίας υπό τον Στάλιν και κατ’ επέκταση τα Κομμουνιστικά Κόμματα διεθνώς ακολουθούσαν σε αυτή τη φάση μια ακροαριστερή πολιτική που αποδυνάμωνε τους εργατικούς αγώνες και αποπροσανατόλιζε πολιτικά τους εργαζόμενους.
Όταν ξεκινάει το 1934 ο αγώνας των Τίμστερς, δηλαδή των οδηγών φορτηγών, η οικονομική κρίση ήταν πολύ βαθύτερη από αυτήν που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Από το μεγάλο χρηματιστηριακό κραχ το 1929 στην Γουόλ Στριτ έως και το 1933, η βιομηχανική παραγωγή είχε σημειώσει μια πτώση 49% και οι άνεργοι είχαν φτάσει πάνω από 20 εκατομμύρια. Πολλές επιχειρήσεις και τράπεζες κήρυτταν πτώχευση. Καθώς οι αποταμιεύσεις εξανεμίζονταν και εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια είχαν κατασχεθεί από τις τράπεζες, εκατομμύρια άστεγοι διαμόρφωναν παραγκουπόλεις. Η φτώχεια άγγιζε όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα, η πείνα και η δυστυχία έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα. Τον βαρύ χειμώνα του 1933, υπήρχαν 34 εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα, και χιλιάδες πέθαναν από την πείνα. Ο Ντομπς περιγράφει πως ο ίδιος και η οικογένειά του προσπαθούσαν όπως και όλοι οι εργαζόμενοι να επιβιώσουν εκείνο το χειμώνα.
Τα μέλη της Αμερικανικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, του AFL, συνέχισαν να μειώνονται. Από 4 εκατομμύρια έπεσαν το 1933 στα 2 εκατομμύρια. Πρόκειται για συντεχνίες εξειδικευμένων και προνομιούχων στρωμάτων εργαζόμενων. Οι αξιωματούχοι του AFL διαμόρφωναν μια γραφειοκρατία παρόμοια με αυτήν της ΓΣΕΕ, που απολάμβανε υψηλά εισοδήματα και πλουσιοπάροχα κονδύλια. Ο πρόεδρός της Ομοσπονδίας των Τίμστερς, ο Τόμπιν, ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα του επαγγελματικού συνδικαλισμού και της ταξικής συνεργασίας. Σε οποιαδήποτε πρόταση για την διεξαγωγή οργανωτικής εκστρατείας η απάντησή του ήταν: «οι εργαζόμενοι γνωρίζουν που βρίσκονται τα γραφεία μας ας έρθουν να γραφτούν μέλη».
Αν και το 1933 έγιναν σημαντικές αμυντικές απεργίες, ο απολογισμός ήταν ήττα και απογοήτευση. Το Παράρτημα 574 των Τίμστερς που ανήκε στην ΑFL είχε μόλις 75 μέλη. Ούτε μία απεργία των Τίμστερς δεν είχε κερδηθεί στην Μινεάπολη σε πάνω από 20 χρόνια. Αρκετοί τότε, όπως και σήμερα, λέγανε ότι τα συνδικάτα είναι ξεπερασμένοι θεσμοί και πρέπει να βρεθούν άλλες μορφές εργατικής οργάνωσης. Η τεράστια ανάπτυξη των συνδικάτων στα επόμενα χρόνια από την Γαλλία έως την Αμερική θα διαψεύσει αυτές τις αντιλήψεις. Από την άλλη, το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, εφαρμόζοντας την ακροαριστερή πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, προχωρούσε στη δημιουργία «κόκκινων» και «επαναστατικών» συνδικάτων που ήταν ουσιαστικά μια μικρογραφία του κόμματος. Πέρα από το γεγονός ότι αποδυνάμωνε και διασπούσε τις γραμμές αντίστασης των εργαζόμενων, στην πραγματικότητα παρέδινε την ηγεσία των εργατών στους γραφειοκράτες της AFL και αυτο-απομονωνόταν από τις πλατιές μάζες της εργατικής τάξης. Για την ηγεσία του ΚΚ όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που δρούσαν στους κόλπους του εργατικού κινήματος (οι σοσιαλδημοκράτες, οι αναρχοσυνδικαλιστές της οργάνωσης Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου και οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές της Ένωσης Κομμουνιστών) ήταν «σοσιαλφασίστες».
Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, οι αγωνιστές της Κομμουνιστικής Ένωσης στη Μινεάπολη συνειδητά αποφάσισαν να επικεντρώσουν τις πολιτικές καμπάνιες της οργάνωσής τους στον κλάδο των οδικών μεταφορών. Και αυτό λόγω του καθοριστικού ρόλου που έπαιζε ο κλάδος αυτός στην αγροτική και βιομηχανική οικονομία της Μινεάπολης που περιγράφει στο βιβλίο ο Ντομπς. Ο αγώνας των Τίμστερς ξετυλίχθηκε στο πλαίσιο μιας αυξανόμενης μαχητικότητας και ριζοσπαστικοποίησης που προκάλεσε η βαθιά καπιταλιστική κρίση. Μια νέα γενιά εργατών έψαχνε για μια εναλλακτική διέξοδο. Οι αγωνιστές της Ένωσης Κομμουνιστών, έμπειροι μαχητές, κατάφεραν να ενσωματωθούν σε ένα στρώμα ευρύτερο πρωτοπόρων εργατών οι οποίοι αποκτούσαν μέσα στους αγώνες ταξική συνείδηση. Κανένα από τα μέλη της Ένωσης Κομμουνιστών δεν ξεκίνησε τη συμμετοχή του στον αγώνα των Τίμστερς κοιτάζοντας να γίνουν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου, αλλά είχαν πάντα τα μάτια τους στραμμένα στη βάση και τους χιλιάδες εργαζόμενους που δεν ήταν συνδικαλιστικά οργανωμένοι. Ένας από αυτούς ήταν και ο Φάρελ Ντομπς, εργάτης σε μια ανθρακαποθήκη, ο οποίος από ψηφοφόρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μέσα σε ένα χρόνο βρέθηκε στην καθοδήγηση ενός από τους μεγαλύτερους αγώνες στην ιστορία της αμερικανικής εργατικής τάξης και εντάχθηκε στην Ένωση Κομμουνιστών.
Η οργανωτική επιτροπή που σχηματίστηκε είχε καταρτίσει ένα λεπτομερές σχέδιο για την κάθε φάση του αγώνα. Στόχος ήταν η οργάνωση όλων των εργαζόμενων στον κλάδο σε βιομηχανική βάση, άσχετα ποια είναι η ειδικότητά τους, σε ποια εταιρεία δουλεύουν, ή ποια εμπορεύματα χειρίζονται, αν είναι μετανάστες, με χαρτιά ή όχι, και ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Στόχος ήταν η οργάνωσή τους σε ένα και μοναδικό ισχυρό συνδικάτο που θα είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει τα αφεντικά σε όλο τον κλάδο.
Οι επαναστάτες εργάτες δεν ξεκίνησαν με μια μετωπική επίθεση στη γραφειοκρατία του συνδικάτου. Κατάφεραν να την πλευροκοπήσουν διεξάγοντας μια ανεξάρτητη οργανωτική καμπάνια έχοντας εξασφαλίσει αρχικά τουλάχιστον την συγκατάθεσή της τοπικής οργάνωσης των Τϊμστερς. Η οργανωτική επιτροπή απλά αγνόησε τη διαταγή του Τόμπιν εκ μέρους της Ομοσπονδίας, να διαχωριστούν οι εργαζόμενοι σε ξεχωριστά σωματεία ανάλογα με την ειδικότητά τους.
Ο αγώνας των Τίμστερς το 1934 στη Μινεάπολη ήταν στην πραγματικότητα τρεις διαδοχικές απεργίες. Η απεργία στις ανθρακαποθήκες το Φλεβάρη, μια ευρύτερη απεργία τον Μάη και η συνέχιση της απεργίας τον Ιούλη και η νικηφόρα έκβασή της. Η απεργία του Φλεβάρη ήταν τόσο οργανωμένη ώστε μέσα σε 3 ώρες είχαν κλείσει 65 από τις 67 ανθρακαποθήκες. Η μαζική συμμετοχή στην περιφρούρηση της απεργίας, και η κινητή απεργιακή φρουρά με αυτοκίνητα και μηχανές που όργωνε τους δρόμους ψάχνοντας για απεργοσπάστες, ήταν βασικά χαρακτηριστικά των απεργιών. Στόχος από την αρχή ήταν να παραλύσει όλος ο κλάδος των μεταφορών και αυτό ακριβώς κατάφεραν με την πρωτοβουλία, την έμπνευση και την φαντασία των απλών εργατών. Μέχρι τη δεύτερη απεργία τον Μάη, από 75 τα μέλη του συνδικάτου έφτασαν τις 6.000 μέσα σε δυο μήνες. Εκλέχθηκε μια εκατονταμελή απεργιακή επιτροπή, η οποία ουσιαστικά ήταν η νέα ηγεσία του συνδικάτου που αναδείχθηκε από τη βάση στην πορεία του αγώνα.
Το συνδικάτο των Τίμστερς στη Μινεάπολη ήταν μια δημοκρατική συνδικαλιστική οργάνωση που ελέγχονταν από τη βάση μέσα από μαζικές συνελεύσεις. Τα αιτήματα προς τους εργοδότες αναδείχθηκαν από τους ίδιους τους εργάτες, η διαπραγματευτική επιτροπή αποτελούνταν από 2-3 εκπροσώπους που δεν είχαν καμία εξουσιοδότηση να υπογράψουν κάποια συμφωνία δίχως την έγκριση της γενικής συνέλευσης των εργατών. Η συλλογική σύμβαση ήταν διάρκειας ενός έτους και δεν ήταν ένα πολυσέλιδο νομικίστικο και πολύπλοκο έγγραφο αλλά μέσα σε 2-3 σελίδες κατέγραφε τη σχέση δυνάμεων στην συγκεκριμένη στιγμή της ταξικής πάλης και περιλάμβανε το τι είχαν με τον αγώνα τους κερδίσει οι εργαζόμενοι.
Οι επαναστάτες Τίμστερς οργάνωσαν ένα κεντρικό απεργιακό στρατηγείο μέσα σε ένα μεγάλο γκαράζ. Εκεί είχε οργανωθεί από εθελοντές και εθελόντριες μια κοινωνική κουζίνα και ένα ιατρείο που πρόσφεραν φαγητό και ιατρική περίθαλψη στους απεργούς. Δουλεύοντας σε δύο δωδεκάωρες βάρδιες πάνω από 100 εθελοντές και εθελόντριες σέρβιραν φαγητό σε 4-5000 εργαζόμενους σε καθημερινή βάση. Οργανώθηκε μια επικουρική οργάνωση γυναικών των απεργών που συμμετείχαν ενεργά σε όλες τις φάσεις του αγώνα. Οι Τίμστερς εκφράζανε με κάθε τρόπο την αλληλεγγύη τους προς τους ανέργους, προς σε άλλα αγωνιζόμενα συνδικάτα, προς τους αγρότες, και άλλους εργαζόμενους. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να υπερασπίσουν αποτελεσματικά και να οικοδομήσουν το συνδικάτο τους.
Ο Ντομπς περιγράφει πως οι εργαζόμενοι μέσα από τη συμμετοχή τους στην καθημερινή μάχη μάθαιναν ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί τους. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έμαθαν το ρόλο που παίζει η αστυνομία, η Εθνική Φρουρά και τα δικαστήρια στο πλευρό της τάξης των εργοδοτών, έμαθαν τον ρόλο διάφορων αστών πολιτικών, όπως του σοσιαλδημοκρατικού Αγροτικού-Εργατικού Κόμματος ηγέτης του οποίου ήταν ο Κυβερνήτης της Μινεάπολης. Από μια απεργία για την αναγνώριση του σωματείου η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε σε μια από τις σημαντικότερες μάχες με την εργοδοτική τάξη, τις αστυνομικές δυνάμεις και τις τοπικές αρχές. Οι τρεις διαδοχικές απεργίες των Τίμστερς κατέληξαν στην ήττα της Συμμαχίας των Πολιτών, της κυρίαρχης εργοδοτικής οργάνωσης η οποία είχε συντρίψει σχεδόν κάθε σημαντική απεργία στη Μινεάπολη από το 1916. Η νίκη αυτή επεκτάθηκε σε δέκα άλλες Πολιτείες της Αμερικής και μετασχημάτισε τους Τίμστερς σε ένα βιομηχανικό κλαδικό συνδικάτο με πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη.
Το βιβλίο, που είναι ο πρώτος τόμος από τους τέσσερεις, καταδεικνύει την επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης. Σε μια φάση της εξέγερσης των Τίμστερς, ο Ντομπς μας λέει ότι είχε εξελιχθεί σε μια κατάσταση σχεδόν δυαδικής εξουσίας. Οι εργαζόμενοι είχαν κατατροπώσει τις αστυνομικές δυνάμεις μετά από μια μετωπική σύγκρουση και έλεγχαν όλους τους δρόμους της Μινεάπολης. Η εργατική τάξη είχε τεθεί επικεφαλής όλων των ανθρώπων του μόχθου, σχηματίζοντας μια συμμαχία με τους αγρότες και τα μεσαία στρώματα της πόλης, σε μια μάχη κατά της τοπικής άρχουσας τάξης των εργοδοτών. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η Ένωση Κομμουνιστών που είχε γίνει κομμάτι μιας ευρύτερης πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.
Το βιβλίο αυτό θα φανεί χρήσιμο σε όσους από εμάς ψάχνουν να βρουν τρόπους για να αντισταθούν στις ανελέητες και διαρκείς επιθέσεις της τάξης των εργοδοτών, ψάχνουν να βρουν τρόπους για μια αποτελεσματική ανασυγκρότηση τους εργατικού κινήματος για να αντιμετωπίσουμε τη λαίλαπα των μνημονιακών αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων. Το βιβλίο αυτό μας προσφέρει και μια επαναστατική εργατική προοπτική διεξόδου από την οικονομική και κοινωνική κρίση του καπιταλισμού. Στον 21ο αιώνα, καθώς βλέπουμε ήδη τα πρώτα σημάδια μιας παγκόσμιας οικονομικής καταστροφής και μιας εκστρατείας προς αιματηρούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους, οι συγκεκριμένες εμπειρίες των ανδρών και γυναικών των Τίμστερς θα αποδειχθούν όλο και πιο επίκαιρες και πολύτιμες.
Μπάμπης Μισαηλίδης