Η συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός στη Συρία, υπό την αιγίδα των κυβερνήσεων της Ρωσίας και της Τουρκίας, σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στην αναζήτηση νέων συμμαχιών από τους κυρίαρχους καπιταλιστές στη Μόσχα, την Άγκυρα, την Τεχεράνη, το Τελ Αβίβ και άλλων καθεστώτων στην περιοχή. Συμμαχίες που θα τους δώσουν τη δυνατότητα να προωθήσουν τα αλληλοσυγκρουόμενα εθνικά συμφέροντά τους. Η Ουάσιγκτον, που είναι υπεύθυνη για πολέμους και καταστροφές στην περιοχή επί δεκαετίες, τώρα όλο και περισσότερο βρίσκεται στο περιθώριο.
Ευρύτερα, οι συμμαχίες αυτές έχουν την τάση να φέρνουν σε αντιπαράθεση την Τεχεράνη και τις συμμαχικές της δυνάμεις στο Ιράκ, τη Συρία, τον Λίβανο και την Υεμένη που ηγούνται οι Σιίτες από τη μια πλευρά με τα καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας, των άλλων μοναρχιών στον Κόλπο, της Ιορδανίας και της Τουρκίας τα οποία ηγούνται Σουνίτες από την άλλη. Και η κάθε μία από αυτές τις δυνάμεις προσπαθεί να κερδίσει την υποστήριξη είτε της Μόσχας είτε της Ουάσιγκτον ή και των δύο.
Η εφαρμογή της εκεχειρίας στη Συρία που άρχισε στις 30 του Δεκέμβρη, επιτεύχθηκε μόλις μετά από την κατατρόπωση των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στο Χαλέπι. Προβλέπεται ότι θα οδηγήσει σε πολιτικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των κυβερνήσεων της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ιράν τον Ιανουάριο στο Καζακστάν. Μερικές από τις κύριες ένοπλες ομάδες που πολεμούσαν το συριακό καθεστώς, ιδιαίτερα εκείνες που έχουν συνάψει συμμαχία με την κυβέρνηση της Τουρκίας, έχουν υπογράψει την εκεχειρία. Ο στρατός, όμως, του Σύριου δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ, οι δυνάμεις υπό την ηγεσία του Ιράν, και ρωσικά πολεμικά αεροπλάνα, συνεχίζουν τις επιθέσεις τους στα περίχωρα της Δαμασκού, στην επαρχία Ιντλίμπ και σε άλλες περιοχές. Ορισμένες ομάδες της αντιπολίτευσης λένε τώρα ότι δεν θα συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις.
Άλλες ομάδες έχουν αποκλειστεί από την εκεχειρία. Αυτές περιλαμβάνουν το Ισλαμικό Κράτος και το Μέτωπο Φάτεχ αλ-Σαμ, πρώην Μέτωπο αλ-Νούσρα, παρακλάδι της αλ-Κάιντα. Επίσης, οι κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG).
Η Ουάσιγκτον δεν είναι συμβαλλόμενο μέλλος της συμφωνίας, καταγράφοντας τη σχετική αποδυνάμωση του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ στην περιοχή. Η διακυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα διεξήγαγε τον ένα κύκλο άκαρπων διαπραγματεύσεων μετά τον άλλο με τη Μόσχα προσπαθώντας να έρθει σε συμφωνία για τη συγκράτηση του Άσαντ και προσφέροντας ως αντάλλαγμα την στρατιωτική της συνεργασία εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και του Μετώπου αλ-Νούσρα. Ούτε όμως η Ουάσιγκτον μπόρεσε να αποφασίσει να επέμβει άμεσα, ούτε να βρει σημαντικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις που θα στήριζε ώστε να ασκήσει κάποια σημαντική επιρροή στον συριακό εμφύλιο πόλεμο.
Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις της Ρωσίας και του Ιράν έδρασαν αποφασιστικά ώστε να στηρίξουν την κυβέρνηση του Άσαντ, η οποία ξεκίνησε τον εμφύλιο πόλεμο όταν με κτηνώδη τρόπο διέλυσε τις μαζικές διαδηλώσεις το 2011 που απαιτούσαν δημοκρατικά δικαιώματα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των θυμάτων του επί σχεδόν έξι χρόνια πολέμου φτάνει το μισό εκατομμύριο. Τουλάχιστον έντεκα εκατομμύρια άνθρωποι, ο μισός δηλαδή πληθυσμός της Συρίας πριν από τον πόλεμο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Βασικά τμήματα του Χαλεπιού και άλλων πόλεων έχουν ισοπεδωθεί. Ένα από τα χαρακτηριστικά του καθεστώς είναι ο αδιάκριτος βομβαρδισμός και οι πολιορκίες λιμοκτονίας εναντίον του άμαχου πληθυσμού.
Οι κυρίαρχοι της Τουρκίας επικεντρώνονται στον πόλεμο κατά των Κούρδων
Η κυβέρνηση της Τουρκίας, κατά τους τελευταίους έξι μήνες, μετέβαλε τις προτεραιότητές της από την επιχείρηση της ανατροπής του Άσαντ προς την αναχαίτιση των προσπαθειών των κουρδικών εθνικιστικών δυνάμεων να εγκαθιδρύσουν μια αυτόνομη περιοχή στη Συρία. Η αποκατάσταση των σχέσεών της με τη Μόσχα εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον στόχο.
Αξιωματούχοι της Τουρκίας λένε ότι ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη βομβάρδιζαν τα περίχωρα της πόλης αλ-Μπαμπ για πρώτη φορά στις 28 Δεκέμβρη, στηρίζοντας στο έδαφος την εκστρατεία των υπό την ηγεσία της Τουρκίας δυνάμεων για την απόσπαση αυτής της βόρειας πόλης της Συρίας από το Ισλαμικό Κράτος. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα εκφράζει τη δυσαρέσκειά της ότι η Ουάσιγκτον δεν στηρίζει με επιθέσεις αέρος την επιχείρησή της.
Τα τουρκικά στρατεύματα και ο υποστηριζόμενος από την Τουρκία Ελεύθερος Συριακός Στρατός προσπαθούν να καταλάβουν το αλ-Μπαμπ, βορειοανατολικά του Χαλεπιού, πριν οι υπό την ηγεσία των Κούρδων Δημοκρατικών Δυνάμεων Συρίας καταφέρουν να πάρουν την πόλη αυτή. Από εκεί σχεδιάζουν να προχωρήσουν ανατολικά προς το Μανμπίχ και να απωθήσουν τις κουρδικές δυνάμεις στην άλλη πλευρά του Ευφράτη ποταμού.
Η άμεση τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη βόρεια Συρία ξεκίνησε τον Αύγουστο, την ίδια στιγμή που η Άγκυρα κλιμάκωνε τον πόλεμό της κατά των Κούρδων στην νοτιοανατολική Τουρκία. Πρόσφατα την συνδράμουν πεντακόσιοι Τούρκοι κομάντο και γύρω στους 1.400 υποστηριζόμενους από την Τουρκία Σύριους αντάρτες που υποχώρησαν από το Χαλέπι μετά από την πτώση του.
Ο κουρδικός λαός αποτελείται από σχεδόν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι διαχωρισμένος μέσα στα σύνορα της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν. Επί δεκαετίες έχουν παλέψει για μια δική τους πατρίδα και κατά της εθνικής τους καταπίεσης από όλα τα καπιταλιστικά καθεστώτα της περιοχής.
Στα τελευταία δύο χρόνια οι μονάδες του YPG και άλλες πολιτοφυλακές υπό την ηγεσία των Κούρδων είναι η πιο αποτελεσματική δύναμη που έχει αναγκάσει το αντιδραστικό Ισλαμικό Κράτος να υποχωρήσει. Ταυτοχρόνως, έχουν ενισχύσει την παγίωση μιας κουρδικής περιοχής και έχουν προσελκύσει την υποστήριξη και αλληλεγγύη μεταξύ των Κούρδων στην Τουρκία. Είναι η δύναμη που διεξάγει στο έδαφος μια υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ επιχείρηση για την απόσπαση της Ράκα της Συρίας από το Ισλαμικό Κράτος.
Το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) -το κόμμα που διασυνδέεται με τις μονάδες του YPG-, και άλλα κουρδικά και μη-κουρδικά κόμματα ανακοίνωσαν στις 28 Δεκέμβρη ότι έχουν συμφωνήσει πάνω σε ένα σχέδιο για την ίδρυση ενός «Δημοκρατικού Ομοσπονδιακού Συστήματος στη βόρεια Συρία».
Οι κυβερνήσεις της Συρίας, της Τουρκίας και των ΗΠΑ τάσσονται κατά μιας αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη Συρία.
Η Τεχεράνη επεκτείνει την επιρροή της
Η μάχη στο Χαλέπι έδειξε χαρακτηριστικά πως η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών του Ιράν παγιώνουν τον κυρίαρχο ρόλο τους και την στρατιωτική τους παρουσία σε όλο το πλάτος και το μήκος της Μέσης Ανατολής, από τα σύνορα του Αφγανιστάν και του Πακιστάν στα ανατολικά μέσα από το Ιράκ και τη Συρία μέχρι σε μεγάλα τμήματα του Λιβάνου και της Υεμένης.
Η καθοριστική δύναμη στο έδαφος στη μάχη του Χαλεπιού δεν ήταν ο στρατός του Άσαντ, αλλά μάλλον τα ιρανικά στρατεύματα και οι υποστηριζόμενες από την Τεχεράνη πολιτοφυλακές των Σιιτών, ιδιαίτερα της Χεζμπολά από το Λίβανο καθώς και μαχητές από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ο Κάσεμ Σολεϊμάνι, διοικητής των Επαναστατικών Πολιτοφυλακών της Δύναμης Κουντς του Ιράν, έχει πρόσφατα φωτογραφηθεί δίνοντας διαταγές στους μαχητές στο Χαλέπι.
Οι εκπαιδευμένες από το Ιράν πολιτοφυλακές των Σιιτών παίζουν επίσης βασικό ρόλο στην επιχείρηση ανακατάληψης της Μοσούλης στο Ιράκ με την απώθηση του Ισλαμικού Κράτους, πολεμώντας μαζί με τον ιρακινό στρατό και δυνάμεις της κουρδικής περιφερειακής κυβέρνησης του βόρειου Ιράκ.
Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν τις όλο και μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις μεταξύ των ελεγχόμενων από τους Σιίτες δυνάμεων και των καθεστώτων της περιοχής στα οποία κυριαρχούν Σουνίτες. Σε μια συνέντευξη Τύπου στην Τεχεράνη στις 4 Γενάρη, ο πρώην πρωθυπουργός του Ιράκ, Νούρι αλ-Μαλίκι, υπέδειξε αυτές τις διαιρέσεις επιτιθέμενος κατά των Κούρδων του Ιράκ, τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ.
Περιέγραψε το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας ως κύρια πηγή της τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή, λέγοντας ότι τελικά θα μετανιώσουν γι’ αυτό, και ευχαρίστησε την Τεχεράνη για τη βοήθειά της.
«Θα σας πω για την απειλή που υπερβαίνει την τρομοκρατία η οποία είναι ο σιωνιστικός εχθρός», είπε ο αλ-Μαλίκι. «Και τότε όλοι μας θα σταθούμε σε ένα κοινό μέτωπο εναντίον αυτής της απειλής».