Του Τέρρυ Έβανς
Μια αυξανόμενη αντίθεση προς την επιβολή αυστηρών κανόνων ένδυσης στις γυναίκες έχει οδηγήσει σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας σε όλη τη χώρα οι οποίες περιλαμβάνουν γυναίκες που φωτογραφίζουν τον εαυτό τους καθώς βγάζουν δημόσια το τσαντόρ ή τη μαντίλα. Τα μέσα ενημέρωσης, είτε της αριστερής είτε της δεξιάς αστικής πολιτικής κατεύθυνσης, έχουν συστηματικά προωθήσει την ψευδή ιδέα ότι η αντιδραστική πολιτική του ιρανικού καθεστώτος είναι αποτέλεσμα της μαζικής λαϊκής εξέγερσης του 1979 που ανέτρεψε την δικτατορική κυριαρχία του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ σάχη, αντί μιας αντεπαναστατικής ανατροπής.
Τα δικαιώματα των γυναικών διευρύνθηκαν ως κομμάτι του επαναστατικού ξεσηκωμού. Οι κατακτήσεις αυτές μετέπειτα βρέθηκαν στο στόχαστρο και περιορίστηκαν καθώς το κληρικό καθεστώς ανάγκασε τους εργαζομένους να υποχωρήσουν και παγίωσε την αντεπαναστατική κυριαρχία του στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Από τότε υπάρχουν αναφορές στον Τύπο για δεκάδες γυναίκες οι οποίες αψηφώντας τις αρχές έβγαλαν την μαντίλα σε δημόσιους χώρους. Αυτές οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έγιναν τη στιγμή που εργατικές κινητοποιήσεις είχαν ξεσπάσει σε όλη τη χώρα ενάντια στους πολέμους του ιρανικού καθεστώτος στη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη και τις επιπτώσεις τους στους εργαζομένους.
Ένα άρθρο στις 4 Φεβρουαρίου στη New York Times με τίτλο «Υποχρεωτική μαντίλα; Οι μισοί Ιρανοί λένε όχι σε πυλώνα της επανάστασης», ισχυρίζεται ότι «ο νόμος σχετικά με τη μαντίλα έχει εφαρμοστεί από την ισλαμική επανάσταση του 1979 και έκτοτε».
Πρόκειται για ψέμα. Επικεφαλής της μαζικής επαναστατικής έκρηξης του 1979 ήταν εκατομμύρια εργαζόμενοι, άνδρες και γυναίκες με ή χωρίς τζιχάμπ. Αγωνίστηκαν για εργατικό έλεγχο της παραγωγής στα εργοστάσια, συμπαραστάθηκαν στους αγώνες των χωρικών για γη και διαδήλωσαν έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ.
Η επανάσταση άνοιξε τα πολιτικά περιθώρια για την προώθηση του αγώνα για τη συμμετοχή των γυναικών σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Οι γυναίκες ήταν υποψήφιες στις εκλογές για τα σιόρας –τις εργοστασιακές επιτροπές− που έδωσαν την μάχη για εργατικό έλεγχο της παραγωγής στα εργοστάσια. Απαιτούσαν στρατιωτική εκπαίδευση και τη δυνατότητα συμμετοχής τους στον πόλεμο κατά της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ ιρακινής εισβολής το 1980 στο Ιράν.
Όταν ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί ανακοίνωσε στις 7 Μάρτη του 1979 ότι οι γυναίκες εργαζόμενες στο δημόσιο θα έπρεπε «να ντύνονται σύμφωνα με ισλαμικά πρότυπα» και να φορούν το τσαντόρ στη δουλειά, την επόμενη μέρα έγινε εκείνη την χρονιά στην Τεχεράνη η μεγαλύτερη διαδήλωση για την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας στον κόσμο. Χιλιάδες μαθητές/τριες λυκείου κατέβηκαν σε απεργία. Όταν δεξιοί τραμπούκοι έκαναν επίθεση σε μερικούς/ες διαδηλωτές/τριες, οργανώθηκαν μεγαλύτερες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στις οποίες συμμετείχαν και πολλές γυναίκες που φορούσαν τσαντόρ. Στις 12 Μάρτη, γύρω στις 15.000 άνθρωποι συμμετείχαν σε πορεία στην Τεχεράνη με σύνθημα «Το να αρνείσαι στις γυναίκες την ελευθερία σημαίνει ότι την αρνείσαι στην υπόλοιπη κοινωνία».
Αντιμέτωπος με αυτές τις κινητοποιήσεις ο Χομεϊνί καταδίκασε τις επιθέσεις των τραμπούκων στις διαδηλώσεις υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών και πήρε πίσω την ανακοίνωσή του.
Οι κυβερνώντες του Ιράν δεν κατάφεραν μέχρι το 1983 να επιβάλουν την περιστολή των δικαιωμάτων των γυναικών με την ανάλογη νομοθεσία, καθώς παγιωνόταν η αντεπανάσταση. Η περιστολή αυτή εντασσόταν στις κινήσεις των κυρίαρχων να αναχαιτίσουν τις προσπάθειες των εργαζομένων να οργανωθούν ανεξάρτητα από την τάξη των εργοδοτών, να τους αποτρέψουν από το να αποσαθρώσουν την καπιταλιστική κυριαρχία. Ήταν κομμάτι της επίθεσης των κυρίαρχων για την ανατροπή των κατακτήσεων του 1979. Χρησιμοποίησαν συμμορίες μπράβων για να διαλύσουν τις οργανώσεις των εργαζομένων και τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, και οδήγησαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους στη φυλακή και στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ως μέρος αυτής της αντεπανάστασης οργάνωσαν αποσπάσματα τραμπούκων για «την υπεράσπιση της ηθικότητας» τα οποία αντιμετώπιζαν τις γυναίκες στους δρόμους και τις εξανάγκαζαν να φορέσουν το τζιχάμπ.
Οι καπιταλιστές κυρίαρχοι του Ιράν δεν κατάφεραν ποτέ όμως να επιβάλουν παρόμοιες ασφυκτικές συνθήκες στις οποίες οι Ταλιμπάν αναγκάζουν τις γυναίκες να ζουν στο Αφγανιστάν. Ή παρόμοιες με εκείνες που οι Βαχαβίτες μονάρχες στη Σαουδική Αραβία –τις οποίες σήμερα λαμβάνουν μέτρα να βελτιώσουν καθώς προσπαθούν να εκσυγχρονιστούν ώστε να βρεθούν σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις από την Τεχεράνη.
Την εκτενή δυσαρέσκεια των εργαζομένων στο Ιράν τροφοδοτούν πολιτικά ζητήματα, ιδιαίτερα η επιδείνωση των επιπτώσεων που έχουν οι στρατιωτικές προσπάθειες των κυρίαρχων του Ιράν να επεκτείνουν το πεδίο της αντεπαναστατικής τους δράσης στη Μέση Ανατολή. Καθώς εξελίσσεται η πολιτική και ηθική κρίση των κυρίαρχων, ο αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών θα είναι ένα σημαντικό κομμάτι της μάχης για τη σφυρηλάτηση της ενότητας που χρειάζονται οι εργαζόμενοι για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.